United States or Niger ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχεν ανοίξει η θεια-Αννούσα το καλαθάκι της, εξεδίπλωσεν εκεί μίαν πετσέταν εντοπίαν, και εξαγαγούσα ψωμίον, τυρόν και σταφυλάς, ήρχισε να τρώγη, προσκαλούσα και την Θωμαήν. Αύτη όμως σιωπηλή και πένθιμος έβλεπε τους επιβιβαζομένους, μετά των επίπλων των, ταξειδιώτας, μετά τόσης εμμονής, ως να επερίμενε ν' αναγνωρίση κάποιον μεταξύ των αγνώστων εκείνων μορφών.

Και δύο φοράς την εβδομάδα έπαιρνε το ραβδάκι της εις την δεξιάν χείρα και το καλαθάκι της εις τον αγκώνα του αριστερού βραχίονος, και οδηγούσα και μίαν αμνάδα και μίαν αίγα, τας οποίας έβοσκεν η ιδία, κατήρχετο από το Μεγάλο Ορμάνι, και έφθανεν εις την κρημνώδη θαλασσόπληκτον ακτήν, κ' επήγαινε ν' ανάψη τα κανδήλια της Παναγίας της Γλυκοφιλούσης.

Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.

Ανέβηκε στο μπαλκόνι για να δώσει στον ιερέα ένα καλαθάκι με μπισκότα, δώρο από μια χωριάτισσα, και από εκεί πάνω είδε τον ντον Πρέντου, που είχε σταματήσει στη βρύση να ποτίσει το άλογό του, να πλησιάζει τον Τζατσίντο και την Γκριζέντα και να σκύβει να τους πει κάτι.

Με αυτούς τους συλλογισμούς το πονετικό κορίτσι έφθασεν έως τον μισόν δρόμον χωρίς διόλου να κουρασθή. Είδε τότε τον ήλιον υψηλά και ενόησεν ότι ήτο μεσημέρι· εκάθισεν εις την σκιάν, κάτω από ένα δένδρον διά να φάγη το πτωχικόν της γεύμα· ολίγαις μόνον εληαίς και ψωμί είχε βάλει η μητέρα της εις το καλαθάκι της. Αυτό μόνον είχαν οι πτωχοί άνθρωποι εις το σπίτι!

Το καλαθάκι μου, είπεν, αν βγάλω το σκέπασμά του, θα ομοιάζη σωστή φωληά. Εσύναξε γύρω της ξηρά χόρτα· ηύρε και μέσα εις κάτι αγκάθια ένα χνούδι μαλακό, και έστρωσε με αυτό το καλάθι της. — Ω! τι ωραία τώρα! Έβαλε μέσα τα πέντε πουλάκια. Αλλά πρέπει να δέσω την καινούργια φωληά υψηλά επάνω εις το δένδρο, διά να μη πέση και αυτή, συλλογίζεται. Με τι όμως;... Έξαφνα κτυπά με χαράν τα χέρια!

Ο Πολύζος εξεφόρτωσε τα υλικά από το ζώον, έδεσε το ζώον του, ανέβασε με πολύν κόπον πρώτον τον σάκκον της άμμου, είτα την κοπάναν με τον ασβέστην ανά την υψηλήν φοβεράν σκάλαν, η γυνή ανήλθε με το καλαθάκι της, όπου είχε λάδι, κηρία, ως και μικράν προμήθειαν τροφίμων.

Είτα εφορτώθη αυτή τον ασβέστην, ο ανήρ της επήρε την άμμον και το καλαθάκι, υπερέβησαν την σιδηράν πύλην, και εισήλθον εις το παλαιόν έρημον χωρίον. Μετά δέκα λεπτά έφθασαν προ του ναού. Εξεφορτώθησαν, εκάθισαν να ξαποστάσουν. Της εφάνη της Μαλαμμώς ότι ήκουε κάτι ως χαλαράν και άρρυθμον ψαλμωδίαν έσωθεν του ναού. Δεν επίστευσε τ' αυτιά της. Επλησίασεν εις την θύραν, την ώθησεν.

Περασμένα-ξεχασμένα! ανεφώνησε τότε η θεια-Αννούσα, ήτις βαστάζουσα το καλαθάκι της με την μίαν χείρα και την μικράν βασταγήν της με την άλλην, με ανυπόμονον νοσταλγού ανησυχίαν, ήτο έτοιμος να εξέλθη πρώτη- πρώτη αυτή.

Κυττάζει και βλέπει υψηλά επάνω εις τα κλαδιά κρεμασμένο το καλαθάκι της. Και η γη κάτω είχε σκεπασθή όλη από κάστανα. Εγέμισε το μεγάλο της καλάθι, εγέμισε την ποδιάν της και επήρε της όρνιθες εις το χέρι Δεν ήτο πλέον μακράν από το σπίτι· η θάλασσα εγυάλιζε πλησίον και διέκρινε τώρα εις την ακροθαλασσιάν την καλύβα της.