United States or Cayman Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Την εξεχιόνισε καλά, έστησε τον ιστόν, εδοκίμασε το ιστίον, τους τροπωτήρας, προσέδεσε τον φλόκον, έβγαλε τα νερά, κ' έβλεπε προς την ακτήν, κάποιον αναμένων. Έβλεπεν όμως υπόπτως και τον ουρανόν και τα κατέναντι βουνά. — Τα κατέβασε πάλιν τα μούτρα της η Ζαγορά! εψιθύρισεν, ιδών κατάμαυρον το Πήλιον. Και κατελήφθη αίφνης υπό συνεχών χασμημάτων, και ήρχισε να συλλογίζηται.

Και μήπως δεν ήτο απόμαχος πλοίαρχος; Και μήπως δεν έπιε την θάλασσαν με την κουτάλαν, ως λέγουν; Τι τάχα να ταξειδεύη τις εις τους φοβερούς ωκεανούς ή εις τα κοιμώμενα παράλια του Μαλιακού; Τι τάχα να ναυαγήση τις εις τον Εύξεινον Πόντον ή εις την ειρηνικήν ακτήν του Παγασητικού; Το ναυάγιον είναι πάντοτε ναυάγιον· και ο άνθρωπος πνίγεται ομοίως είτε εις το πέλαγος είτε εις τον λιμένα.

Εις τους πρόποδας του αποτόμου λόφου, επί του οποίου εστάθημεν, εβλέπομεν την θάλασσαν και την ακτήν, αλλά δεν ηκούετο ρόχθος• εντός του λιμένος ήτο άκρα γαλήνη, εκτός δ' αυτού, μακράν, μας έδειξεν ο χωρικός το πλοίον.

Προσκυνήσαντες λοιπόν και προσευχηθέντες συνεσκεπτόμεθα περί του πρακτέου• και άλλοι μεν ήσαν της γνώμης να εξέλθωμεν επ' ολίγον και πάλιν να επιστρέψωμεν εις το πλοίον, άλλοι δε ναφήσωμεν εκεί το πλοίον και να προχωρήσωμεν εις τα μεσόγεια να γνωρίσωμεν τους κατοίκους. Εν ω δε συνεσκεπτόμεθα περί τούτων, εσηκώθη σφοδρά τρικυμία η οποία έρριψε το πλοίον μας εις την ακτήν και το συνέτριψεν.

Κινείται, τέρας αμφίβιον, κινείται μετ' αυτού και ο φωτεινός κύκλος ηρέμα, περιηγούμενος την ακτήν την βραχώδη, αναβαίνων, καταβαίνων, ως μετέωρον από του ουρανού καταπεσόν, ως φλοξ από του κύματος αναδύσα, την κύκλω βραχώδη ακτήν ζωογονήσασα, ης οι απότομοι σκόπελοι, μετακινούνται, θαρρείς, φωσφορίζοντες, δαιμόνια από το επάνω υψούμενον γυμνόν Κουρούπι κατακρημνισθέντα, να πνιγώσιν εις τα πέλαγος.

Μεγάλη έκτασις ληίων και ασταχύων μας περιβάλλει πέριξ, και τα αναρίθμητα λαμπρά άνθη ανθούσι πολύ πλουσιώτερα ή εις τα ημέτερα κλίματα. Η οδός εφ' ης ιστάμεθα φέρει προς την ακτήν, ένθεν δε ένθεν προς την λίμνην της Γαλιλαίας.

Η Πομπονία δεν την συνήντα εις τας συναθροίσεις των πιστών, αλλ' εκεί είχεν ακούσει να λέγουν, ότι η Ακτή δεν ηρνείτο ποτέ τας υπηρεσίας της εις τους χριστιανούς και ανεγίνωσκεν απλήστως τας επιστολάς Παύλου του Ταρσέως. Ο Άστας ανέλαβε να εγχειρίση ο ίδιος την επιστολήν εις την Ακτήν.

Και η φωνή της παραπονετικά εκύλισε κάτω προς την ακτήν: — 'Σ το καλό, κόρη μου! 'ς το καλό, Θωμαή μου!

Το κύμα ανήρχετο, εφούσκωνε. Η γυνή δεν οπισθοδρόμησε. Δεν είχεν άλλην σανίδα σωτηρίας. Ούτε αυτήν, την παρούσαν, μάλιστα δεν είχε. Το κύμα ανέβαινεν, ανέβαινεν. Η Φραγκογιαννού επάτει. Η άμμος ενέδιδεν. Οι πόδες της εγλυστρούσαν. Ο βράχος του αγίου Σώζοντος απείχε περί τας δώδεκα οργυιάς από την ακτήν. Ο λαιμός της άμμου, το πέραμα, θα ήτο πλέον ή πεντήκοντα βημάτων το μήκος.

Λέγουσιν όλοι εγκαινιάζοντες το άγνωστον παρεκκλήσιον επ' ονόματι του θαλασσινού των αγίου. Μικρά βρατσέρα πλέει παρά την ακτήν φοβισμένη, μετά τον σάλον ξετρυπώσασα.