Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 12 Μαΐου 2025


Επέστρεφα, μου διηγήθη, εκ της Λιβύης εις την Αίγυπτον και επορευόμην κατά μήκος της μεγάλης Σύρτιος, διότι άλλη οδός δεν υπήρχεν• εκεί δε συνήντησα παρά την ακτήν ένα τάφον βρεχόμενον υπό του κύματος, επί του οποίου υπήρχε στήλη με επιγραφήν διηγουμένην τον τρόπον καθ' όν απέθανεν ο εκεί ενταφιασθείς.

Προχωρεί τότε έμφοβος και σφαλλόμενος, ατενίζων προς νότον την έρημον ακτήν, μετά τρόμου φυγάδος, φοβουμένου μη αντικρύση τον διώκτην. Ουδεμία λέμβος εφαίνετο. — Καπετάν-Παρμάκη! Κραυγάζει τώρα τρέμων, κινδυνεύων. — Καπετάν-Παρμάκη! απήντησεν πάλιν η ηχώ, θρηνώδης, ως βόμβος οικίας, κραδαινομένης από σεισμού.

Εις την παραλίαν επυκνούντο σκιαί κινούμεναι, σκιαί ανθρώπων, όπου κατέβαινον διά το ατμόπλοιον. Και ήκουεν η Θωμαή τα πατήματα αυτών βωβά, ως επί υπογείων κοιλωμάτων. Κάτι πράγματα μαύρα απεσπώντο, ένα-ένα, από τον όγκον του πλοίου και κατηυθύνοντο γοργά προς την ακτήν, αι λέμβοι με τους επιβάτας τους νεοελθόντας.

Διά τούτο ο Γεωργάκης της Λιμπέρταινας δεν ελυπήθη τόσον, όταν έμαθε τον θάνατον της μητέρας του, όσον τώρα, οπού εξημέρωνε το ψυχοσάββατον, το πρώτον ψυχοσάββατον, μετά τον θάνατόν της. Η σκούνα, με την οποίαν εμπαρκάρισεν ως ναύκληρος, ήτο αραγμένη εις μίαν έρημον ακτήν, παρά την είσοδον του Ελλησπόντου, από παρακαιρόν.

Διά του στενού του Ευρίπου, αφείσαι την πόλιν μας Χαλκίδα, την ποτιζομένην υπό των παραλίων υδάτων της περιφήμου πηγής Αρεθούσης, ήλθομεν εδώ, εις την αμμώδη ταύτην της Αυλίδος ακτήν, να ίδωμεν το στράτευμα των Αχαιών και τα πλοία των ανδρείων νέων, οίτινες, ως λέγουν, εκστρατεύουσιν υπό τον ευπατρίδην Αγαμέμνονα και τον ξανθόν Μενέλαον επί χιλίων πλοίων εναντίον της Τροίας διά την Ελένην.

Ο ήλιος μόλις είχεν ανατείλει, διαλύων τους ανερχομένους από την θάλασσαν προς την πρασινίζουσαν ακτήν λευκούς ατμούς, τα ύδατα ήσαν ρηχά από τον ασθενή άνεμον, όστις εφύσα. Εφαίνετο την πρωίαν εκείνην, ότι και αυτός ο Βορράς ευρέθη εις διάθεσιν φιλοπαίγμονα, θωπεύων μαλακά την θάλασσαν.

Έκαμαν ένας-ένας οι ναύται τον σταυρόν τους· και ιδού η μπόμπα της σκούνας, με το βραχνόν και συχνοπιασμένον κύλισμά της, άρχισε να σύρη την άγκυραν, αφίνουσα ένα ασυνήθη σιδηρούν αντίλαλον εις την έρημον ακτήν με τον σκληρόν εκείνον ανασασμόν της.

Ίχνος ιστίου δεν έβλεπε πουθενά, ούτε ως πτερόν γλάρου, ούτε ως λοφιάν πάπιας, ούτε ως κεκρύφαλον καλλικατζούνας· ούτε όπισθεν των χθαμηλών σκοπέλων, ούτε πέραν της Μπιώτας, ούτε εκείθεν του Καλαμακιού· ούτε προς την ανατολικήν, ούτε προς την δυτικήν ακτήν.

Και η Ηώς ανέτειλε με όλην την πορφυράν αίγλην καλλωπίζουσα με γλυκύ ερύθημα βουνά, κοιλάδας και δάση. Εφάνη δε τότε, αποβαλούσα την μυστηριώδη της νυκτός περιβολήν, εν όλη τη καλλονή της, η μαγευτική θέσις της Παναγίας Δομάν. Δεξιά το υψηλόν, βραχώδες και τεμνόμενον από ευθαλείς χαράδρας βουνόν το απολήγον εις την κρημνώδη ακτήν του Κουρούα.

Αλλ' ο Βινίκιος δεν έδωσε προσοχήν εις την απάντησιν του στρατιώτου. — Θέλω απλώς να ίδω την Ακτήν, είπε. Και διήλθεν. Αλλά και η Ακτή ευρίσκετο πλησίον του ασθενούς παιδίου, ο δε Βινίκιος ηναγκάσθη να αναμείνη. Η Ακτή ήλθε μόλις περί την μεσημβρίαν. Ο Βινίκιος την έδραξεν από την χείρα και σύρων αυτήν προς το κέντρον του θαλάμου ανέκραξεν: — Ακτή, πού είναι η Λίγεια;

Λέξη Της Ημέρας

δυσαρμονικώς

Άλλοι Ψάχνουν