United States or Bahamas ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκείνος λοιπόν, όταν ποτέ εκακολογήθη υπό τινος, είπεν ότι άσχημα έκαμε να πιάση τον τέττιγα από το πτερόν. Ο Αρχίλοχος παρωμοίαζε τον εαυτόν του προς τέττιγα, όστις εκ φύσεως και χωρίς αφορμήν είνε λάλος, όταν δε τον συλλάβουν και από το πτερόν, φωνάζει ακόμη δυνατώτερα.

Τότε η θεά του απάντησεν, η γλαυκομμάτ' Αθήνη• «Πατέρα ξένε, σένα εγώ το σπίτι οπού ζητείς με θα δείξω• ότ' είναι σύνεγγυς του δοξαστού πατρός μου• αλλά σιγά προχώρησε κ' εγώ τον δρόμο δείχνω. 30 και μη κυττάζης άνθρωπον, μηδ' ερωτάς κανέναν, ότι τους ξένους τόσο αυτοί πολύ δεν υποφέρουν, και όποιος εδώ φθάση απ' αλλού, δεν τον περιποιούνται. το θάρρος έχουντα γοργά καράβια τους και σχίζουν τα πέλαγα, ως εχάρισεαυτούς ο κοσμοσείστης. 35 και ως το πτερόν ή ο στοχασμός τα πλοία τους πετιούνται».

Έρχονται στιγμαί που φοβείσαι μήπως όλον εκείνο το τεχνητόν πύργωμα αναρπαγή ως τι κούφον αερόστατον. Και όμως εκείνο, το οποίον μόλις, ως πτερόν θα διακρίνηται εν μέσω του πελάγους, παλαίει ακατάβλητον. Ίσταται μαχόμενον. Νικά και φεύγει. Φυλαττόμενον από τας απείρους ενέδρας διά της δεξιάς πηδαλιουχίας, θέτει την πρώραν του εις ωρισμένην διεύθυνσιν και προβαίνει εις το σκότος ως εν φωτί.

Και ετυπώθη εις την εφημερίδα, και είναι αληθέστατον ότι έν μικρόν πτερόν ημπορεί να γεννήση πέντε όρνιθας. Μίαν φοράν ήτο ένας βασιλεύς και είχεν ένα υιόν, τον οποίον ήθελε να νυμφεύση· αλλά ήθελε διά νύμφην του μίαν αληθινήν βασιλοπούλαν. Τον έστειλε λοιπόν να ταξειδεύση διά να την εύρη, και υπήγεν ο νέος από τόπον εις τόπον, αλλά πούποτε δεν εύρισκεν εκείνο το οποίον εγύρευε.

Εις του Σίμωνος θα πάμε πρώτα ή εις άλλον πλούσιον; ΜΙΚ. Όχι στου Σίμωνος, που, αφού επλούτισε, του φαίνεται μικρόν το δισύλλαβον όνομά του και τώκαμε τετρασύλλαβον. Αλλ' εφθάσαμεν εις την πόρτα του. Τι πρέπει να κάμω τώρα; ΠΕΤ. Βάλε το πτερόν στην κλειδαρότρυπα. ΜΙΚ. Ορίστε. Ω Θεέ μου, άνοιξε η πόρτα σαν να ήτο το φτερό κλειδί. ΠΕΤ. Πήγαινε 'μπρός. Τον βλέπεις πώς αγρυπνεί και λογαριάζει;

ΜΙΚ. Δεν τώξερα ότ' είσαι και μάγος. Αλλ' αν μου δώσης τέτοια δύναμιν, θα 'δης εντός ολίγου όλα τα αγαθά του Σίμωνος να έλθουν εδώ• θα τα μετακομίσω• αυτός δε πάλιν θ' αρχίση να δαγκώνη τα πετσιά για να τα τεντώνη. ΠΕΤ. Αυτό δεν επιτρέπεται να γίνη• διότι ο Ερμής μου παρήγγειλε, αν κάμη τίποτε τοιούτον αυτός που έχει το πτερόν, να κράξω και να τον προδώσω.

Δεν εθώπευον τώρα το εύπιστον ελαφρόξυλον με το δειλόν του φορτίον, αλλά του έπληττον τας πλευράς με αγριότητα θηρίου και το εκύλιον ανηλεώς και το ετίνασσον ωσάν πτερόν εδώ κ' εκεί, προσπαθούντα να τ' ανατρέψωσι.

ΠΕΤ. Όχι, αλλ' ο Ερμής, εις τον οποίον είμαι αφιερωμένος, μου έχει δώση ένα χάρισμα• εάν κανείς αφαιρέση το μακρότερον πτερόν της ουράς μου, το οποίον είνε τόσο μαλακόν, ώστε είνε λυγισμένον. . . . ΜΙΚ. Μα έχεις δύο τέτοια. ΠΕΤ. Εννοώ το δεξιόν. Εις όποιον επιτρέψω να το αποσπάση και να το κρατή, θα έχη την δύναμιν ν' ανοίγη κάθε θύραν που θέλει και να βλέπη τα πάντα χωρίς να τον βλέπουν.

Αλλ' εις κόρην τίς δύναται να διηγηθή σοβαρά πράγματα; Η κόρη είνε κούφη ως το πτερόν, ελαφρά ως νεφέλη, ευαπάτητος και ευπαγίδευτος ως στρουθίον. Όταν αναφθώσιν αι δάδες του ιμέρου και αντηχήση ο ύμνος του υμεναίου, τότε το στρουθίον συνελήφθη εις την παγίδα, η κόρη υπερέβη τον ουδόν του βίου, και μετέστη από του προσκαίρου σταθμού εις την αληθή κονίστραν του εγκοσμίου αγώνος.

Μεταξύ των ήτο μία όρνιθα με άσπρα πτερά και κοντά ποδάρια, η οποία έκαμνε πάντοτε τα αυγά της με όλην την τάξιν και ήτο πολύ καθώς πρέπει όρνιθα. Όταν επήδησε και αυτή εις έν ξύλον διά να κοιτάση, εξύσθη με την μύτην της και της έπεσεν έν μικρόν πτερόν. — Πάγει και αυτό, είπεν. Όσον μαδούν τα πτερά μου τόσον ευμορφαίνω. Αυτά τα είπε χωρατά, διότι ήτο πολύ αστεία, αν και πολύ καθώς πρέπει όρνιθα.