United States or Turkey ? Vote for the TOP Country of the Week !


Της έδιδε συμβουλάς, εκ των οποίων θα ηδύνατο να ωφεληθή, εάν επέζη εκείνη. «Ζήσης, χρονίσης, θυγατέρα, της έλεγε, ποτέ σου να μη ζηλέψης το ξένο στολίδι, να μην πης κακό για την γειτόνισσα, να μην κυττάζης τι κάνει η πλαγινή σου, να μη βάλης μαναφούκια, να μη ξευχηθής, να μη βλαστημήσης». Και άλλα ακόμη της έλεγε.

Α! τι κυττάζεις; ΑΜΛΕΤΟΣ Αυτόν! αυτόν! Πώς χλωμιασμένος προσηλόνει εδώ τα βλέμματα! η μορφή του κ' η αιτία ενωμένα ημπορούσαν με την διδαχήν τους να δώσουν εις ταις πέτραις αίσθημα και γνώσιν. Μη με κυττάζης, μήπως με το θλιβερό σου ήθος εκείνο αλλάξης τον ωμόν σκοπόν μου, και ό,τι θα πράξω ξεθωριάση! μήπως χύσω όχι αίμ' αλλά δάκρυα. ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Τίνος λέγεις τούτα; ΑΜΛΕΤΟΣ Τίποτ' εκεί δεν βλέπεις;

Εκραύγασεν ολίγον ωργισμένος ο Κομποδήμος· και εκένωσεν άλλο ποτήριον, σπογγίζων με την χείρα τους μύστακάς του κατόπιν, διότι είχε πληρωθή φαίνεται ο στόμαχός του ο λαίμαργος και εχύνετο πλέον και απέξω το ευφρόσυνον ποτόν, το οποίον έλαμπεν εν τω ποτηρίω εκεί εις την φλόγα της πυράς ως απόσταγμα βυσσίνων. — Να σ' πω όμως, κολλήγα. Είμαι και ασφαλισμένος, Μη κυττάζης.

Συ με προσοχήν να τον κυττάζης, ενώ κ' εγώτο πρόσωπό του στυλωμένα θα 'χω τα μάτια, και κατόπι εμείς οι δύο από τα συμπεράσματά μας ενωμένα θα κρίνωμε την όψιν του. ΟΡΑΤΙΟΣ Καλά το εσκέφθης· κ' εάν, ενώ τα δράμα παίζετ', επιτύχη αυτός να κλέψη τι και μείνη σκεπασμένος, εγώ το κλεψιμιό πλερόνω.

Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· «Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, κ' εμέτα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. ενώ να φθάσω εσπούδαζατην ποθητήν πατρίδα. τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, τα κτήματ', όσα μώμειναντο σπίτι θα προσέχης· 355 και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. αλλ' εγώτον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνωτον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώτα μέγαρά μου· όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 Είπε και, τ' άρματα λαμπράτους ώμους του αφού 'ζώσθη, ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 ενώ το φως ήταντην γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.

ΚΥΡΙΛΛΟΣ. — Καλά, μην κυττάζης εσύ το τοπίο, ξαπλώσου στο χορτάρι, κάπνιζε και μίλα. ΒΙΒΙΑΝ. — Ναι, αλλά η φύση δεν είναι τόσο βολική. Το χορτάρι είναι σκληρό, υγρό, με σβώλους και γεμάτο φρικτά μαύρα έντομα. Κι ο πιο φτωχός εργάτης του Morris θα μπορούσε να σου φτιάση ένα κάθισμα πολύ πιο αναπαυτικό παρ' ό,τι ολάκερη η φύση.