Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Τότ' άλλο πάλι εφεύρηκεν η γλαυκομμάτ' Αθήνη· άμα εστοχάσθη 'που η καρδιά θα ευφράνθη του Οδυσσέα 345 την κλίνη της συντρόφου του και την ανάπαυσί του, κίνησε την χρυσόθρονην Ηώ του όρθρου κόρην απ' τον Ωκεανό, το φως να φέρη των ανθρώπων. από την κλίνη τότε αυτός σηκώθη κ' είπ' εκείνης· «Ήδη χορτάσαμε, ω γυνή, 'ς τα βάσανα κ' οι δύο· 350 συ έρμη στέναζες εδώ για την επιστροφή μου, κ' εμέτα πάθη σπέδιζαν όλ' οι θεοί και ο Δίας. ενώ να φθάσω εσπούδαζατην ποθητήν πατρίδα. τώρ', αφού πάλιν ηύραμε την πρόσχαρή μας κλίνη, τα κτήματ', όσα μώμειναντο σπίτι θα προσέχης· 355 και όσα σφακτά μου αφάνισαν οι προπετείς μνηστήρες, τόσα θα πάρω μόνος μου, και αλλ' οι Αχαιοί θα δώσουν, ως ότου γύρω ταις αυλαίς να μου γεμίσουν όλαις. αλλ' εγώτον πολύδενδρον αγρόν μου θα πηγαίνωτον αγαθόν πατέρα μου, 'που μου ταλαιπωρείται· 360 και σέν', αν κ' έχης φρόνησιν, ιδού τι παραγγέλλω· ο ήλιος άμα σηκωθή, θα προχωρήση ο λόγος πώς τους μνηστήραις φόνευσα εγώτα μέγαρά μου· όθεν 'ς τ' ανώγι αναίβα συ με ταις θεράπαιναίς σου, κάθισε αυτού, μην ερωτάς, κανέναν μη κυττάζης». 365 Είπε και, τ' άρματα λαμπράτους ώμους του αφού 'ζώσθη, ξύπνησε τον Τηλέμαχον και ομού τον χοιροτρόφον, και τον βουκόλον, κ' είπε αυτών όπλα να πάρουν όλοι. και ως πρόσταξε, αρματώθηκαν εκείνοι και την θύραν άνοιξαν κ' εξεκίνησαν κατόπιν του Οδυσσέα, 370 ενώ το φως ήταντην γην αλλ' η Αθηνά τους πήρε έξω απ' την πόλι γλήγορα με νύκτα σκεπασμένους.

Είχε την μικράν περιοχήν της, με τον ελαιώνα, την άμπελον, τους μικρούς κήπους, και τον αγρόν, και απ' εκεί οικονομούσε το καθημερινόν της, κ' εζούσεν αυτή και τα εγγόνια της, οι υιοί του μεγάλου υιού της, ο πρώτος εικοσαετής, ο δεύτερος δεκαεπταετής, καλλιεργούντες την γην. Οι γονείς των είχον αποθάνει νέοι προ δεκαπενταετίας και πλέον.

Γνώριζε όμως καλά, Σωκράτη μου, ότι και αυτήν την στιγμήν δεν είμαι αμελέτητος, αλλά ενώ συλλογίζομαι και κουράζω τον νουν μου, μάλλον μου φαίνεται ότι είναι καθώς λέγει ο Ηράκλειτος. Σωκράτης. Άλλην φοράν λοιπόν, φίλτατέ μου, όταν επιστρέψης μου το διδάσκεις. Τόρα όμως, καθώς είσαι έτοιμος πήγαινε εις τον αγρόν, και θα σε συνοδεύση και ο Ερμογένης απ' εδώ. Κρατύλος.

Ουδείς δε των Ιώνων εβοήθησε τους Μιλησίους, εκτός των Χίων, οίτινες απέδωκαν χάριν αντί χάριτος, καθότι προηγουμένως οι Μιλήσιοι τους εβοήθησαν κατά των Ερυθραίων. Κατά το δωδέκατον έτος, ενώ ο στρατός επυρπόλει αγρόν τινα, το πυρ, ερεθισθέν υπό του ισχυρού ανέμου, κατέκαυσε ταχέως τον αγρόν και έφθασε μέχρι του ναού της Ασσησίης Αθηνάς όστις και εκάη.

Απεκοιμήθη μίαν εσπέραν ελαφρά, υποψιθυρίζουσα καθ' εαυτήν την λέξιν ταύτην, την οποίαν της είχεν εκσφενδονίσει την ιδίαν ημέραν μία συγγενής εχθρά της: «Ούτε τα κόκκαλά μας να μη σμίξουνΑπεκοιμήθη και ενθυμείτο το κοιμητήρι, το οστεοφυλάκιον του παλαιού νεκροταφείου της μικράς πόλεως, πλησίον του οποίου συχνά επερνούσεν επιστρέφουσα την εσπέραν από τον αγρόν της, και όπου έβλεπε τα λευκά ή κιτρινωπά κόκκαλα των νεκρών, όλα φύρδην μίγδην, όλα ομού κείμενα, χωρίς να δύναται οφθαλμός να διακρίνη τίνα ήσαν το οστά των υπαρξάντων πάλαι ποτέ φίλων και τίνα τα των εχθρών.

Ήτο ανάγκη να εξέλθη εις την εργασίαν, εις τον αγρόν και εις την σταφίδα και τα γαλιά ακόμη να συντροφεύση. Ήτο εποχή κατά την οποίαν η εργασία είνε εις την ακμήν της· θέρος, τρύγοςπόλεμος!. . . Να εναντιωθή πάλιν εις τον άνδρα της, να φέρη τας αυτάς δυσκολίας τας οποίας έφερεν άλλοτε εθεώρει όλως απρεπές. Ανεγνώριζε το δίκαιόν του.

Εάν κακότυχόν τι ελαιόδενδρον συνέβαινε να κλίνη τον ένα κλώνα προς τον παρακείμενον αγρόν, ο γείτων διά νυκτός έτρεχε με την τσάπαν του να περισκάψη το σύνορον, να μεταθέση την «αποσκαφήν». Την επαύριον το ελαιόδενδρον έκπληκτον εξημερώνετο εις τον ελαιώνα του γείτονος. Είχεν αλλάξει κύριον την νύκτα.

Όλα δε από καιρού εις καιρόν, παρακινούμενα υπό της φωνής της γυναικός, απήντων δι' ενός γλουγλουκισμού διατόρου και παρατεταμένου. Ούτω η Σμάλτω μετά των γαλίων, έφθασε μετ' ολίγον εις τον αγρόν της.

Και εις Χοραζίν, εις Καπερναούμ, και εις Βηθσαϊδά, επί των παραδεισίων εκείνων οχθών της αργυράς λίμνης, εις την τερπνοτάτην πρασίνην πεδιάδα, της οποίας πάντα αγρόν είχε διέλθη μετά των Αποστόλων Του, εκτελών έργα ελέους και εκφέρων λόγους αγάπης, κ' εκεί ακόμη έστεργον τους κεκονιαμένους τάφους της Φαρισαϊκής σεμνοπροσωπίας, και τους κενούς τύπους της λευιτικής παροδόσεως, καλλίτερον παρά το φως και την ζωήν ήτις προσεφέρετο αυτοίς υπό του Υιού του Θεού.

Και μετά τινα χρόνον, ότε δεν θα έχη πλέον ούτε αγρόν, ούτε βουν, ούτε άμπελον, ούτε οικίαν, αυτός πάλιν ο τύραννος, αυτός ο προστάτης, θα τον μισθώση όπως καλλιεργή αντί ευτελούς αμοιβής τον κατεσχημένον, τον πρώην ιδικόν του αγρόν ή την άμπελον.

Λέξη Της Ημέρας

ξαναφύγεις

Άλλοι Ψάχνουν