United States or Namibia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μετά τετράωρον δρόμον εσταμάτησαν οι δραπέται, ίνα αναπαυθώσι πλησίον μικράς τίνος λίμνης, παρά το χείλος της οποίας υψούτο προτού γιγαντιαίον άγαλμα του Ιρμινσούλ.

Έλεγες «φύγε, φύγεΈμενα έδιωχνες βέβαια, είπε μειδιών εκείνος. Εκείνη εγέλασε. — 'σένα να διώξω, Άγγελε; Τον φύλακα τον άγγελόν μου; Από δύο ετών ο βίος της Αρσινόης ήτο γαλήνιος, ομαλός, ως επιφάνεια λίμνης. Αίφνης ήλθε να τον ταράξη τρικυμία, ην είχε νομίση εκλιπούσαν, κοπάσασαν εντελώς. Ήτο συνέχεια θυέλλης, ήτι είχεν άλλοτε συγκλονίση τα σπλάγχνα της τα παρθενικά.

Διότι εφαίνετο ολιγωρούμενος ου μόνον υπό του Θεού άνω, αλλά και υπό του ζώντος Υιού του Θεού επί της γης. Ο Ιωάννης ετήκετο εις την ειρκτήν του Ηρώδου, και ο Ιησούς εν τη χαρμοσύνω απλότητι της πρώτης εν τη Γαλιλαία διδασκαλίας Του εκήρυττεν εις φαιδρά πλήθη μεταξύ των κρίνων του αγρού ή από των κυμάτων της λίμνης της τερπνής.

Μα όχι! στου Διός θα ορκισθώ το θρόνο τον πολύαστρο, κι ακόμα στην Αθηνά, των βράχων μου θεάν, μα και στο ακρογιάλι το ιερό του Τρίτωνος της λίμνης, πως θα κάνω το σφάλμα μου γνωστό, να ελαφρώσω τα στήθηα μου από το βάρος τους αυτό.

Τα μάτια του ήτανε κλειστά και το μέτωπό του λευκό και κρύο σα μάρμαρο. Σα μιαν ασπράδα απ' το φως του φεγγαριού είχε μείνει απάνω στην όψη του. Κι' απάνω απ' το κλεισμένο του στόμα μια λευκή πεταλούδα, ένα φτερωτό φιλί πλανημένο απ' τη μαγική νύκτα, σάλευε τα φτερά της σα να ήθελε ν' αναπαυθή στα χλωμά του χείλια. Μακριά μέσα στη μέση της λίμνης το μονόξυλο έρημο γλυστρούσε απάνω στα ήσυχα νερά.

Τον ανασασμό του τον ήσυχο κι απαλό, σαν εργατάρη, σα ζευγά, μοσχοβολισμένον από τες ευωδιές τον ανθών του, τον έφερνε τον ανήφορο η χασκωτή και δασιά λαγκαδιά π' ανέβαινε ολόιση κατά το κόρφοβούνι. Μ' εχτύπησε του μοσχοβολισμού του η πλημμύρα τρικυμιστά κι άξαφνα κι ανάσαναν βιαστικά και πνιχτά τα πνεμμόνια μου, σα να βουτούσα μέσα σε μοσχοβολισμένο νερό άπατης λίμνης.

Όταν ο Νέρων μετά της Ποππέας και των Αυγουστιανών επέβη εις την κυρίως σχεδίαν και εκάθησεν υπό την σκιάδα την πορφυράν, τα ακάτια διωλίσθησαν, αι κώπαι έπληξαν το ύδωρ, και η σχεδία φέρουσα το συμπόσιον και τους κεκλημένους έπλευσε περιγράψασα κύκλον εις την επιφάνειαν της λίμνης. Μικρότεραι σχεδίαι την συνώδευον φέρουσαι κιθαρωδούς και αυλητρίας.

Το χέρι οπού τα πέπλα Των ουρανών κατέστρωσεν, Από σύγνεφα ολόχρυσα Εκβαίνει, και σου δείχνει Ανδρείους ανθρώπους. Πετάεις εσύ κ' επάνω τους Σκορπίζεις φύλλα αμάραντα· Τέρπουν αυτά τους ζώντας, Και τους γενναίως θανόντας Τέρπουν ακόμα. Αι, πώς υπό την πτέρυγα Ταχείαν του Νότου ή τ' Έβρου, Πολλά βλέπεις να σκήπτωσι Τ' ανήσυχα της λίμνης 'Ψηλά καλάμια!

Ολίγας ημέρας ύστερον, μίαν Κυριακήν περί τα τέλη Αυγούστου, ο Παρρήσης ο καλλιεργητής του σικυώνος, καλόκαρδος, άφροντις, μελαψός, με μακράν την φούνταν του φεσιού, κρεμαμένην επί του ώμου, και ο Λούκας ο εκμισθωτής της λίμνης, υψηλόκορμος, με μακρά σκέλη, με λινόχρουν τον μακρόν πέραν των ώτων μύστακα με αστακού βρασμένου τον χρώτα του προσώπου, είχαν καθίσει, καθώς πολύ συχνά το εσυνήθιζαν, «να το κλάψουν» ολίγον παρά το χείλος της λίμνης, υπό την δροσεράν αναδενδράδα, έξωθεν της καλύβης των.

Κατ' αυτούς, η Αθηνά είναι θυγάτηρ του Ποσειδώνος και της λίμνης Τριχωνίδας, και ότι συγχισθείσα με τον πατέρα της εδόθη αυτοθελήτως εις τον Δία, αυτός δε ο Ζευς την εδέχθη ως θυγατέρα του. Ταύτα λέγουσιν. Έχουσι δε τας γυναίκας κοινάς, και δεν κατοικούσι μετ' αυτών αλλά συνουσιάζονται ως τα κτήνη.