United States or Colombia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και, το υποπόδι αρπάζοντας, 'ς του ώμου δεξιού την άκρη τον κτύπησεν• εστάθη αυτός ως βράχος, και τ' ακόντι του Αντίνου δεν τον έσεισε ποσώς, αλλά σιωπώντας την κεφαλήν εκίνησε και ολέθρια μελετούσε• 465 εις το κατώφλι εγύρισε, τ' ολόγεμο δισάκκι καθίζοντας απόθωσε, και των μνηστήρων είπε• «Ακούτε με, της δοξαστής βασίλισσας μνηστήρες, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει• όχι δεν έχ' ο άνθρωπος παράπον' ούτε λύπη, 470 αν κτυπηθή μαχόμενος να σώση το δικό του απ' αρπαγή, τα βώδια του ή τα λευκά του αρνία. αλλ' εμ' ο Αντίνοος κτύπησε για την σκληρήν κοιλία, 'που των θνητών κακά πολλά δίδ' η καταραμένη. αλλ' αν θεοί 'ναι των πτωχών, αν Εριννύες είναι, 475 ο χάρος τον Αντίνοον ας εύρη πριν του γάμου».

Και τι να είπω; Άλλως δε ησθανόμην σφοδρώς την ανάγκην ύπνου. Επί τέλους απεκοιμήθην. Δεν γνωρίζω προ πόσης ώρας εκοιμώμην ότε, εξαίφνης, ησθάνθην επί του ώμου μου ψυχράν και βαρείαν χείρα σείουσάν με. Ήνοιξα έντρομος τους οφθαλμούς και ανεκάθισα επί της κλίνης. Ο Νίκος ίστατο ενώπιον μου με τον δάκτυλον επί των χειλέων. — Σιωπή, εψιθυρισε. Κάτι τρέχει εδώ. Άκουσε!

Προτού την ανοίξη έθεσε την χείρα επί του ώμου μου και ηθέλησεν εκ νέου να με προτρέψη να λησμονήσω τον ταφέντα θησαυρόν και να φύγω εκ Χίου. Αλλ' η δυσκολία ήτο να φθάσω έως εκεί όπου ευρισκόμην ήδη. Πώς ν' αναχωρήσω χωρίς ούτε καν να ίδω τον Πύργον μας; ― Το έβαλες εις τον νουν σου και ετελείωσεν, είπεν ο γέρων δυσανασχετών. Είσαι υιός του πατρός σου! Δεν ήκουε λόγον κ' εκείνος.

Ην και ο όγκος ο βαρύς του δισακκίου επί του ώμου του, περιπλεκόμενος κ' εμποδίζων αυτού την ελευθέραν διάβασιν.

Όχι, όχι! ανέκραξεν ο Καίσαρ, θα τους ανοίξω τους κήπους, θα τους διανείμω άρτον. Ευχαριστώ, Πετρώνιε. Θα δώσω αγώνας. Και τον ύμνον αυτόν, τον οποίον σας έψαλα απόψε, θα τον ψάλω δημοσία. Ειπών αυτά, έθηκε την χείρα επί του ώμου του Πετρωνίου και, μετά τινα σιγήν, ηρώτησενΈσο ειλικρινής· πώς σου εφάνη; — Ήσο άξιος του θεάματος, όπως το θέαμα ήτο άξιον σου! απεκρίθη ο Πετρώνιος.

Λοιπόν μη χάνης καιρόν. Ο Βράγγης εκρέμασεν επ' ώμου την πήραν του, έλαβεν εις την χείρα την ράβδον, έκαμε το σημείον του σταυρού, και ήρχισε την οδοιπορίαν.

Και μετά την εκ της πόλεως επάνοδον, εξηκολούθει να πηγαίνη το βράδυ εις την βρύσιν, όπου εμάνθανε τα γυναικεία νέα της ημέρας, τι είπεν η μία και τι έκαμεν η άλλη, τι ύφαινεν η μεν και τι εξύφαινεν η δε. Εκεί, αποθέτουσαι τα σταμνιά επί του γεισώματος της κρήνης και περιμένουσαι σειράν, νέαι και ηλικιωμέναι γυναίκες εφλυάρουν επί τινα ώραν και έπειτα μία μία απήρχοντο με το σταμνί επ' ώμου.

Η Πηγή έτρεξεν, αλλ' επρόλαβεν ο Μανώλης κεκατέβασεν εκ του ώμου του γέροντος το ξύλον. Ο Θωμάς απήντησεν εις την προθυμίαν του Μανώλη με βλέμμα σκυθρωπής εκπλήξεως, το οποίον εστράφη ερωτηματικόν προς την θυγατέρα του, ως να της έλεγε· τι θέλει αυτός εδώ; Εκάθησεν έπειτα με στεναγμόν κοπώσεως εις μίαν καθέκλαν, απέβαλε το φέσι και με τον λιχανόν απεστλέγγισε τον ίδρωτα του μετώπου του.

Τώρα ήρχιζε να γίνεται πλημμύρα. Η Φραγκογιαννού εστάθη κ' εδίστασε. «Τάχα δεν θα . . . ξαναγείνη ρήχη σε λίγη ώρα, είπε. Γιατί να βιαστώ τώρα, να γίνω μούσκεμμαΑλλά την ιδίαν στιγμήν ήκουσε θόρυβον όχι μικρόν επί του κρημνού. Δύο άνδρες ο είς στρατιωτικός, ο άλλος πολίτης, με δύο τουφέκια, επ' ώμου, κατήρχοντο τρέχοντες τον κατήφορον.

Μετά δύο ημέρας, περί την δύσιν του ηλίου, ο Σαϊτονικολής επέστρεψε μετά του Μανώλη από τα λειβάδια. Και οι δύο εκράτουν επ' ώμου σκαπάνην ο δε Σαϊτονικολής, δεικνύων προς το υιόν του τα εκατέρωθεν της οδού λιόφυτα και περιβόλια, του έλεγεν εις ποίους ανήκον και ποίαν αξίαν είχον.