Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 4 Μαΐου 2025


Αυτός δε εφοδιάσας το στράτευμα με τροφάς τας οποίας έλαβεν από τας αποθήκας του Σεφάκα, εκίνησε διά της ποταμιάς Λιδωρικίου προς Μαυρολιθάρι, ειδοποιήσας συγχρόνως και τους Σουλιώτας αρχηγούς διά να συνακολουθήσωσιν. Αλλ' αυτοί δεν ηθέλησαν να έλθωσιν ομού με αυτόν· μετέβησαν δε κατ' ευθείαν εις Σάλωνα.

Διότι και τα ριπτόμενα κινούνται ακόμη, και εν ώ ο κινήσας αυτά δεν τα εγγίζει πλέον• διότι ο κινήσας κατ' αρχάς εκίνησε μέρος αέρος, και πάλιν ούτος κινηθείς μετέδωκε την κίνησιν εις άλλο μέρος• και κατά τον τρόπον τούτον το ριπτόμενον, έως ου σταματήση, κάμνει την κίνησιν του και εις τον αέρα και εις τα υγρά.

Μόνον όταν διήρχετο χορεύων πλησίον του Τερερέ, εστράφη προς αυτόν και έκαμε κίνημα απειλητικόν, και επιφώνημα, όπως φοβερίζουν τα παιδιά: — Ούου! Νέους γέλωτας θορυβωδεστέρους εκίνησε το παιγνίδι του Μανώλη και το ανατίναγμα του Τερερέ, ο οποίος έγινε πελιδνός. — Φταίει δα ο φονιάς; εψιθύρισεν ούτος σκύψας προς τον εκεί πλησίον καθήμενον Αστρονόμον.

Όνομα. — Βαπτιστικόν της; Η Γύφτισσα εκίνησε τους ώμους. — Και τι κάμνει εκεί; επανέλαβεν ο ξένος. — Τι κάμνει; — Ναι. — Δουλεύει. — Τι δουλεύει; — Τον κήπον της. — Και πού κατοικεί; — Πού κατοικεί; — Ναι. — Εδώ. — Πού; — Εις το σπίτι μου. — Την έχεις εις το σπίτι σου; — Βέβαια. — Διατί; — Διατί; — Ναι. — Μα πού θέλεις να την έχω; — Δεν έχει αυτή σπίτι; — Αυτή σπίτι; — Ναι. — Πού να το βρη;

Να κρίνη Η δύστυχη δ' 'μπόρεσε, Κ' εκίνησε να φύγη. Την 'κολουθάω με φωναίς. Να την γυρίσω πίσω Δεν 'μπόρεσα. Καν πρόφθασα Να την 'μιλήσω πάλι· Κ' εκείνη με συγκίνησι, Και θλίψι της μεγάλη Μου λέγει: «Ώρα, τέκνο μου, « Τη γη αυτή ν' αφήσω

Αμ' είπε τούτα, εκίνησε προς το λαμπρό παλάτι. τον χρόνον όλον έμειναντον τόπο μας εκείνοι, 455 και πλούτη έμβασαν άπειρατο βαθουλό καράβι• και άμα εφορτώθη κ' έμελλαν να υπάγουντην πατρίδα, της γυναικός με μηνυτήν εμήνυσαν εκείνοι. ήλθ' άνδρας πολυήξεροςτο σπίτι του πατρός μου, και αλυσίδ' έφερνε χρυσή με ήλεκτρα πλεγμένη• 460 και η δούλαις με την σεβαστή μητέρα μουτο δώμα την ψάχναν, την εκύτταζαν και αντίτιμο επροσφέρναν. ωστόσον αυτός ένευσεν αμίληταεκείνην, και, αφού της ένευσεν, ευθύς εγύρισετο πλοίο. από το χέρι μ' έπιασε κ' έξω μ' επήρ' εκείνη• 465 και τράπεζαιςτον πρόδομο με ολόχρυσα ποτήρια εύρηκε αυτού των καλεστών συμβούλων του πατρός μου, όπ' είχαν πάειτην σύνοδο του δήμου να καθίσουν. και αυτή τρεις κούπαις έκρυψετον κόλπο της κ' επήρε, κ' εγώ, παιδάκι αστόχαστο, κατόπι ακολουθούσα. 470 και ο ήλιος ως βασίλευσε και έσκιαζαν όλ' οι δρόμοι, με γοργό πάτημ' ήλθαμεν εις τον λαμπρόν λιμένα, αυτούτο καλοθάλασσο καράβι των Φοινίκων. και, αφού μ' εμάς ανέβηκαν εκείνοι, τα πελάγη έσχιζαν κ' έστειλ' άνεμον βοηθητικόν ο Δίας. 475 ημέραις έξι πλέαμεν, άκοπα νύκτα ημέρα• αλλ' ότε ο Δίας έφερε την έβδομην ημέρα, την νέαν τότ' η Άρτεμις ετόξευσε, κ' εκείνητην γάστρα βρόντησε ως βουτά θαλασσοχελιδόνι. κει την ερρίξαν, ηύρεματαις φώκαις καιτα κήτη, 480 κ' εγώ μόνος απόμεινα με την καρδιά θλιμμένη. και ο άνεμος κ' η θάλασσα τους πήραντην Ιθάκη, οπού με την ουσία του μ' αγόρασ' ο Λαέρτης. ιδού πώς, ξένε, αυτήν την γη τα μάτια μ' είδαν πρώτα».

Ο Κουλούφ ευθύς επήκουσεν εις αυτόν τον ορισμόν, και εκίνησε με τον αρχηγόν, καβαλλικεύοντας ένα άλογον πολλά εύμορφον και στολισμένον με χρυσά άρματα, που ο Βασιλεύς τού το έστειλεν επιταυτού διά να τον τιμήση.

Και κάτω από την τράπεζαν άδειο σκαμνί σικόνει, 'που, ότ' έτρωγεν εστήριζε τα λαμπρά πόδια κείνος. 410 κ' οι επίλοιπ' όλοι του 'διδαν, και απ' άρτον και από κρέας γέμισαν το δισάκκι του• και, ως έμελλε να γύρη προς το κατώφλι, να γευθή των Αχαιών τα δώρα, εις τον Αντίνοον έμεινε και του 'πε• «Δόσε ω φίλε• των Αχαιών ο ύστερος δεν είσ', εξ εναντίας 415 η όψις σου η βασιλική μου δείχνει ότ' είσαι ο πρώτος. όθεν εσύ καλήτερα παρ' άλλος θε να δώσης ψωμί, κ' εγώτα πέρατα της γης θα σε δοξάζω. ότι κ' εγώ πανευτυχήςτον κόσμον ήμουν κ' είχα πάμπλουτο σπίτι και συχνά του πλανωμένου ανθρώπου, 420 όποιος και αν ήταν, έδιδα, και όποιαν και αν είχε ανάγκη. και δούλους είχ' αμέτρητους και άφθον' αυτά 'που κάμνουν να καλοζούν οι άνθρωποι και υπέρπλουτοι λογιούνται. αλλ' όλα μου τ' αφάνισεν η θέλησι του Δία. με πολυπλάνητους λησταίς μ' εκίνησε να υπάγω 425την Αίγυπτο, δρόμον μακρύν, όπως εκεί με χάση. τα ισόπλευρα καράβια μουτου Αιγύπτου το ποτάμι έστησα• και τότ' έλεγα των ποθητών συντρόφων σιμάτα πλοία να σταθούν και αυτού να τα φυλάγουν, και πρόσκοποι ν' αποσταλούνταις κορυφαίς τριγύρω. 430 κείνοι απ' αυθάδεια την ορμήν ακούσαν της ψυχής των, και τους ωραίους έβλαπταν αγρούς των Αιγυπτίων, παίρναν τα γυναικόπαιδα κ' εφόνευαν τους άνδραις. κ' ευθύς επήγε τ' άκουσματην πόλι τους, κ' εκείνοι, άμα την βοήν άκουσαν, το χάραμμ' εφανήκαν• 435 και από πεζούς, απ' άλογα, και απ' του χαλκού την λάμψι όλ' η πεδιάδ' εγέμισε' και ο χαιρεβρόντης Δίας δείλιασε τους συντρόφους μου, και να σταθή κανένας δεν τόλμησ’, ότι αφανισμός μάς είχε ολούθε ζώσει. τότε πολλούς μου φόνευσαν μ' ακονισμένη λόγχη, 440 άλλους μου παίρναν ζωντανούς, ως δούλους να τους έχουν, κ' εμέτην Κύπρον έδωκαν, ως έτυχε, του ξένου του Ιακίδη Δμήτορα, της Κύπρου βασιλέα• κ' εκείθεν ήλθα τώρα εδώ πολύ βασανισμένος».

Ο Χοσρόης εν τούτοις έφευγε κρυπτόμενος εις τας καλύβας γεωργών και ποιμένων. Μαθών δε ο αυτοκράτωρ, ότι κατέφυγεν εις Κτησιφώντα, εκίνησε κατά της πρωτευούσης ταύτης του Περσικού κράτους. Αλλά και εκείθεν ο Χοσρόης έφυγεν εις τα ενδότερα.

Έτσ' είπε· κ' εφοβήθηκεν ο γέρος, κ' υποτάχθητον λόγον και εκίνησε σιωπηλάτην άκραν Της φλισβερής της θάλασσας, και περισσά μακρόθεν Παγαίνοντας προσεύχουνταντον βασιλέ' Απόλλων'. Οπού τον γέννησ' η Λητώ η ευμορφομαλλιάρα.

Λέξη Της Ημέρας

παρεμορφώθη

Άλλοι Ψάχνουν