United States or Kiribati ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτή η γνώμη ήρεσε του βασιλέως, και ευθύς επρόσταξε και μας έρριξαν και τους δύο από το παράθυρο εις τον ποταμόν.

Αλλά την ερχομένην νύκτα εσηκώθη ένας άνεμος τόσον σφοδρός, που τα κύματα της θαλάσσης έρριξαν έξω εις το περιγιάλι σιμά εις την πόλιν εκείνο το φοβερόν κήτος· και έτρεξεν όλη η πόλις να ιδή ένα τοιούτον μέγεθος υπέρμετρον, και τότε μάλιστα εβεβαιώθησαν όταν είδον το κοντάρι εις την κεφαλής του κήτους εμπηγμένον καθώς το είχαμεν διηγηθή.

Αμή!... τον καιρό που εγώ αρμένιζα τα πέλαγα εσείς δεν ήστε μουδέ σπόρος στ' αχαμνά του πατέρα σας!... Γεροντομπασμένος ο βασιλιάς του Λιβόρνου δεν έχει πλέον όρεξι για τιμές, δεν έχει χέρι για σκήπτρο. Σάρακας τα χρόνια τον έρριξαν στα γηρατειά· τα γηρατειά σαπίλα ενέκρωσαν τις φιλοδοξίες. Χιόνι βρέχει στον Όλυμπο!

Τόσο όμως ερεθισμένος είταν ο κόσμος, που οι εχτροί της Ευδοκίας τα είπαν όλα αυτά τα έργα του επαναστατικά. Κάτω λοιπόν κι ο Κύρος, που ως τα χτες τονέ δοξάζανε στο Ιπποδρόμιο μέσα. Τον έρριξαν, και τον έστειλαν επίσκοπο στη Φρυγία.

Άλλος κανένας χωρισμός δεν αναγκάζει τόσο την καρδιά να δείχνεται χαιράμενη ενώ λυώνει από το φαρμάκι της. Πού να τολμήσης να κλάψης! Έφτασαν τέλος στη Βεγγάζη. Έφτασαν δυο, έφτασαν πέντε, δέκαείκοσι πλεούμενα, παντοπωλεία τα ντεπόζιτα. Έφτασαν κ' έρριξαν κάτω σαν παιδιά τους τις μηχανές, δυο και τέσσερες το καθένα.

Και αφού με είδαν πως έπεσα εις βαθύτατον ύπνον με εσήκωσαν και οι δύο και με έρριξαν εις την θάλασσαν. Μα η θάλασσα όντας φουσκωμένη από αέρα, τα κύματα ωσάν να ήσαν προσταγμένα, από τον Ουρανόν δεν με εκαταβύθισαν, αλλά με έρριξαν εις την στερεάν υποκάτω εις μίαν ρίζαν ενός βουνού.

Τι πένθος έρριξαν στον τόπο αυτοί που σας πρόδωσαν! Καταραμένοι να είναιΣέρνοντας φέρνουν τη Βασίλισσα έως τ' αναμμένα αγκάθια, που βγάνουν μεγάλες φλόγες. Ο Ντινάς, ο άρχοντας του Λιντάν, πέφτει στα πόδια του Βασιλιά. «Βασιληά, άκουσέ με.

Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη τίποτε.

Έρριξαν επάνω του χώμα πολύ και φύτεψαν πολλά ήμερα χόρτα κ' εκρέμασαν επάνω στον τάφο του τα προφαντά από τα σπαρτά· μα και γάλα του έχυσαν και σταφύλια έζυψαν και σουραύλια πολλά έσπασαν.

Μα κ' εκείνη με την ίδια επιμονή κατάματα τον εκύταζε, λέγεις και ήθελε να τον αβασκάνη. Και αληθινά στο τέλος τον αβάσκανε. Ο καπετάνιος έγινε κίτρινος σαν το κερί. Ύστερα για μιας άλλαξε χρώμα κ' έγινε καταμέλανος· ανέβηκε το αίμα να τον πνίξη. Τα μαλλιά του εσηκώθηκαν ορθά· τα μουστάκια του αγρίεψαν, τα μάτια του έρριξαν αστραπές και είτε από τον θυμό είτε από το αβάσκαμα, όλος άρχισε να τρέμη.