United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τερατόμορφοι κάτοικοι της Θεσσαλίας. μισοί άλογα και μισοί αθρώποι. επολέμησαν με τους Λαπίθους σ' ένα συμμπόσιο. Τα παραμύθια ιστορώ, τους μύθους ξεδιαλέφω. Στολνώ το ψέμα όσο μπορώ, Και την αλήθεια λέγω. Βουλή μου ήρθε, κι' όρεξι στη λύρα μου ν' αρχίσω, Του Αίσωπου τους ήρωες να γλυκοτραγουδήσω. Με λόγους ζώων άλογων, άψυχων παρομοίαις, Σ' αυτό το λογικώτατο να δώκω νουθεσίαις·

Ο καλόγερος δεν είχε πολλή όρεξι, επήγε όμως για να μην κακοφανή της γυναίκας. Καλεσμένοι πολλοί, χωριανοί, χωριανές, γέροι, νέοι και παιδιά, έκαμαν ένα γλέντι τρικούβερτο. Τηγανίτες σωρός σε βρενιγάδια μέσα και σε σκουτέλες, εκοκκινοβολούσαν κ' ετραβούσαν την όρεξι τόσο, που σε λιγάκι σχεδόν άδειασαν η σκουτέλες και τα τσανάκια.

Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου Να δεχτούμε επιθυμάς, Δεν υπόσκονταν σ' εσένα Κέρδος, διάφορο κανένα, Δεν την πρόβανες σ' εμάς. Ω φιλόσοφοι σοβαροί, Οπού με γνώμη σταθερή Ξοδεύετε παντοτεινά Χρόνια ζωής προσωρινά, Για να ξηγάτε τολμηροί, Όσα ο νους σας δε χωρεί· Καταδεχτήτε ολίγο τι Προσεκτικό να βάλτε αυτί Σε Γάτου φέρσιμο και νου, Σοφού σωστά αληθινού.

Εύχεται και όλα, όσα ζητεί, η ίδια τελειόνει• του Τηλεμάχου πέρασε το δίκουπο ποτήρι• ταις ίδιαις έκαμεν ευχαίς ο γόνος του Οδυσσέα• και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα εβγάλαν, 65 μερτικά εκάμαν και άρχισαν το θαυμαστό τραπέζι, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, ωμίλησ' ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης•

Θ' ΓΥΝΗ Μα το θεό, το ήθελα να μείνω δίχως γένεια, γιατί θα σκάσω απ' του κρασιού τη δίψα τη μεγάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ε! μήπως έχει όρεξι να ρητορέψη άλλη; Γ’ ΓΥΝΗ Εγώ! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Εμπρός του λόγου σου, βάλ' το στεφάνι αυθωρεί, γιατί κ' η ώρα προχωρεί. Μίλησε συ λοιπόν καλά, στάσου σαν άνδρας ντούρα, και στήριζε το σώμα σου καλά με τη μαγκούρα. Γ’ ΓΥΝΗ στεφανουμένη και λαμβάνουσα τον λόγον.

Επήγα να παίξω με τον Μπραχάμη· αλλά κ εκείνος ετρύπωσεν ακόμη περισσότερο το μουσούδι στα πόδια του και βαριεστισμένος εγρίνιασε σαν να μου έλεγε: — Άφησέ με και δεν έχω την όρεξί σου! Τότε βαριεστισμένος κ' εγώ επήγα κ' εξαπλώθηκα προύμητα καταμεσίς κ' έκλεισα στη χούφτα τα μάτια μου, θέλοντας να μη βλέπω τίποτα περίγυρα, να μην αισθάνομαι πως ζω. Και λίγολίγο σχεδόν το εκατόρθωσα.

Τότε, επειδή ήτον φόβος να τρελλαθή ή να χτικιάση το παιδί μου, απ' το κακό του, τον έταξα στην Παναγιά την Κοννίστρα, μεγάλ' η χάρη της, για να τον γλυτώση απ' την τρέλλα κι' απ' την αρρώστια . . . Του κόστισε πολύ, επόνεσε, έχασε την όρεξί του, κιτρίνισε σαν το κερί, έλυωσε στον απάν' κόσμο . . . Ως τόσο, η Παναγία έδειξε το θάμμα της, και το παιδί δεν ετρελλάθη ούτε χτίκιασε . . . 'Σ ολίγον καιρό, ήρθε στον εαυτό του.

Και αφού τα κρέατ' έψησαν τα επάνω και τα 'βγάλαν, 470 κάθισαν και συνέτρωγαν, και καλογεννημένοι άνδρες κερνούσαν τα κρασίολόχρυσα ποτήρια, και του φαγιού και του πιοτού την όρεξι αφού σβήσαν, τους είπεν ο Γερήνιος ο Νέστορας ιππότης• «Παιδιά μου, φέρτε ζέψετε ευθύς του Τηλεμάχου 475 τ' άλογα τα καλότριχα, πολύν να κόψη δρόμο».

Αφού θνητοί έχουμε γίνει, πρέπει και να σκεπτώμεθα ωσάν θνητοί. Γιατ' όποιος όλη του την ζωή περνά με ζαρωμένα φρύδια και σοβαρός, μου φαίνεται τουλάχιστον εμένα πως δεν περνά ζωή αυτός, μα συμφορά. ΘΕΡΑΠΩΝ Τα ξέρω πως είναι αυτά που λες σωστά, μα τώρα δεν είν' ώρα για γέλια και για όρεξι. ΗΡΑΚΛΗΣ Για μια γυναίκα ξένη τόσω λυπάσαι! ο αφέντης σου και η κυρά σου ζούνε.

Ο Λευθέρης ήτον πολύ καλλίτερα. Εγύρισε όλο το δρόμο με τα πόδια. Η όψι του εκαλλιτέρεψε πολύ. Είχε γυρίσει η όρεξί του, κ' έφαε κ' ήπιε καλά στο πανηγύρι. 'Σε λίγον καιρό έγεινε καλά, εδυνάμωσε, κ' έζησε κ' είνε τώρα ογδοντάρης, όπως τον βλέπεις. Το πρωί της άλλης ημέρας πηγαίνω στην Παναγήνα την γειτόνισσα. — Να, πάρε, κυρά Παναγήνα, τα δύο σβάντικά σου και δώσε μου τ' αμανάτι μου.