United States or Georgia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν, Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια, Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα. Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι, Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα, Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη. — Πάρετε, απόσκια, πάρετε, να πάψη το 'λιοπύρι.

Περνάει τον κάμπο, κ' έρχεται 'ςτής ποταμιάς τα δέντρα. Φαίνεται μαύρο τ' άλογο και νηός ο καββαλλάρης, Διαβαίνει και την ποταμιά και ρίχνεται 'ςτόν πύργο. Ακούγεται το χνώτο του και η ποδοβολή του... 'Στό δάσος το χιονόστρωτο πούνε μπροστά απ' τον πύργο Μπαίνει σαν φείδι και περνά, και σταματά 'ςτήν πόρτα.

Ο ένας το εξαπολούσε, ο άλλος το έπιανε και το εγύριζε με ξεχωριστή απάθεια και μ' ένα τρόπο τόσο ήρεμο που βέβαια θα έλεγες πως χωρατεύουν, ή, ξέρω κ' εγώ, πως είνε θεατρίνοι και κάνουν δοκιμές, ή στο τέλος, πως τα λόγια εκείνα αναφέρουνται σε καμμιά υπόθεσι ξένη και πως τα έλεγαν ο γυιός και η μάννα για να γελούν να περνά η ώρα τους. Και ακόμα ένα πιο παράξενο πράμμα.

Πλένεται λιγάκι, βάνει τα γιορτινά ρούχα του, τη φουφουλοβράκα τσακιστή ανεμιστή, γαλάζες κάλτσες, μυτερά παπούτσια· ζώνη στη μέση κοκκινομέταξο ζωνάρι· περνά το κεντητό γιλέκο· λεβέντικα τσακίζει στο πλευρό το τουνεζίνικο φέσι και τρέχει στο σπίτι της Λενιώς.

Θα το στολίσουν με μάρμαρα, θα το μεγαλώσουν, χωρίς να το χαλάσουν. Να μπορούσαν έτσι να σιάξουν και το βρατσερί μου, το στραβόν και μισερόν, οι μηχανικοί! Να του προσθέσουν κουβέρταις. Να το στολίσουν και με άλλα κατάρτια. Να το μεγαλώσουν, να το κάμουν σκούνα, το μικρό μου το βρατσερί, χωρίς να το πειράξουν! Αυτά έλεγε προς την εξαδέλφην του ο καπετάν-Πέτρος για να περνά η ώρα.

Όλοι το διάβα σου είδανε να φεύγη σιγανό και να περνά με φόβο λες κάπου να μην αγγίση, σαν πλανημένο σύννεφο στο βραδινό ουρανό που αργογλιστρά τρεμάμενο μη, πριν αράξη, σβήση. Κι όλοι τα μάτια σου είδανε θλιμμένα και θολά, γλαρά άνθη που μαράθηκαν σ' ένα στεγνό ανθογυάλι, ν' ανοίγουν σα ν' αντίκρυζαν χαμένα και δειλά προς κάποιο πέρα μακρινό κι απόνειρο ακρογιάλι.

Όπου και να είναι, θα φθάση ένας με τον ταχυδρομικό του σάκκο στην αμασχάλη, με το τουφέκι στον ώμο του. Αυτός είναι ο φονιάς του σουλτανέλη. Ονομάζεται Χαραλάμπης, υιός του Μητάκου. Κάθε δεκαπέντε περνά το ίδιο το γεφύρι, που έπεσες με τ' άλογο. Τα ώτα μου εβόιζον ισχυρώς, μόλις τον ήκουον.

Δεν έχω να φοβηθώ, — δεν έχω τίποτε να φοβηθώμάλιστα, — εφ' όσον δεν θα κάμω την ανοησίαν να καταγγελθώ εγώ ο ίδιος. Μόλις απήγγειλα τας λέξεις αυτάς, οπότε ένοιωσα να μου περνά πάγος την καρδιά μου.

ΣΤΑΥΡΟΣ Ναι, τον έμαθα μόλις χτες και μάλιστα κατά τύχη από κάποιον ταξιδιώτη. Ξέρω να υποφέρω τις συφορές ατάραχα. Για τούτο η λύπη μου όσο κι ά στάθηκε μεγάλη, πνίγηκε γλήγορα μέσα μου ... Άμα συλλογίζεται κανείς πως κάθε στιγμή που περνά κάποια συφορά αφίνει πίσω της στον κόσμο, δεν πρέπει να ξαφνίζεται. Πρέπει πάντα να τις περιμένει, και πάντα να τις δέχεται ατάραχα.

Ευχαριστώ, κυρία μου, απαντά μετά μεγάλης στενοχωρίας ο πτωχός Ορέστης, προσποιούμενος ότι δεν ήκουσε το τελευταίον μέρος της φράσεως. Εγώ είμαι καλά . . . αλλά η Πασιφάη . . . — Πώς; τι τρέχει; κακοδιάθετος ίσως! . . . Δεν είνε τίποτε . . . με τον χορόν περνά! παρατηρεί μετά πολλής στωμυλίας η κυρία Παρδαλού. Έννοια σας, κ' εγώ την κάμνω και χορεύει πολύ . . .