United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτό το ζώο είναι νυχτόβιο και δε βγαίνει καθόλου την ημέρα. Ζη υποχθόνιο και τρέφεται με ρίζες φυτών και υποχθόνια έντομα. Υπάρχει παράδοση, ότι μια φορά κι’ έναν καιρό είταν δυο αδέρφια. Ο ένας λέγονταν Μαλώνης κι’ ο άλλος Γκιώνης. Ο πρώτος είταν ζευγίτης κι’ ο δεύτερος πιστικός. Μια μέρα, που θα κούρευαν τα γίδια, ήρθε κι’ ο ζευγίτης να βοηθήση τον πιστικό. Έλειπε ένα βετούλι.

Πώς διο ποτάμια, οχ τα βουνά που κατεβούν χειμώνα, ρήχνουν μαζί στη διχαλιά τα βρόχινα νερά τους, από πλατιά διο στόματα μες σε βαθιά σκισμάδα, κι' ακούει αλάργα ο πιστικός τον κρότο απάς στις ράχες· 455 έτσι κι' αφτοί, σαν έσμιγαν, φωνάζανε χτυπιούνταν.

Και πριν του γύρεβε η καρδιά να πολεμάει τους Τρώες, 135 μα τότες λύσσα τρίδιπλη τον πήρε, σα λιοντάρι που πέρα, αλάργα απ' το χωριό, πηδά αψηλή μια μάντρα να φάει αρνιά πυκνόμαλλα, κι' ο πιστικός τού ρήχνει και το ματώνει, μα νεκρό στον τόπο δεν τ' αφίνει· το πάθος του έτσι πλήθηνε, μα δε βοηθάει κατόπι παρά τρυπώνει εδώ κι' εκεί, κι' έρμα τ' αρνιά σκορπάνε· 140 αφτά τα βλέπεις κατά γης σωρούς σωρούς στρωμένα, και το λιοντάρι απ' το μαντρί πηδάει ξαγριεμένο· με τέτια οργή τους μπήχτηκε των Τρώων κι' ο Διομήδης.

Ο πιστικός χαράημερα και με τ' αηδόνια τώρα Αρμέει και βγάζει απ' το μαντρίτα πλάϊα το κοπάδι, Και κάθεταιένα τσουγγρί και λέει γλυκό τραγούδι. Το λέει με τη φλογέρα του, το λέει με τη φωνή του.

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει: — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελιώντας ο Πολιάνος.

Στον αρμεγώνα ο πιστικός να φέρνη το κοπάδι, Να στρέφουν από τες βοσκές στην κούρνια τα πουλάκια, Να κλειούν τα φύλλα του βουνού τον κάμπου τα λουλούδια Και να ησυχάζουν πέλαγα, στεριές, ακέρια η Πλάση Κάτου στον ίσκιο που ο Θεός απλώνει απανουθέ της. Άγιο των μαγισσών αστρί και της αγάπης άστρι, Οπού βαθύ χαιρετισμό σα προσευκήν ο κόσμος Το πλιο ακριβό και μυστικό τραγούδι του σου πέμπει.

Ύστερα από λίγη ώρα, βρέθηκε σένα μαντρί κοντά, πούχε γαλάρια γιδοπρόβατα. Εκεί ζήτησε λίγο γάλα κι' ο πιστικός άρμεξε όλο το βυζί μιανής γίδας στο στόμα, του κατανήστικου κουταβιού. Άμα το γάλα μπήκε στην κοιλούλα του, το κουτάβι άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια, και κοίταξε κατάματα τον κυνηγό, κι' έκανε σα νάθελε κάτι να του ειπή, αλλά τι να του έλεγε ένα τέτοιο άλογο ζώο;

Ο Αρβανίτης ο Γιάννης, σαν τον ανατράνισε από την κορφή ως τα πόδια, του λέει : — Ωρέ, να μη λάθεψε και σ' έπιακε με κάναν τράγο η μάνα σου στη στάνη; Ο πιστικός εγέλασε πάλι βλακίστικα χωρίς να ειπή λόγο. — Είνε μεγάλο το χωριό σου, ωρέ; Του κάνει πάλι ο Αρβανίτης. — Κασαμπάς, σαν τα Γιάννινα. — Όχι δα, λάθεψες, σαν την Πόλη ήθελες να πης, του λέει γελώντας ο Πολιάνος.

Όπου πατούν τα πόδια της τα λούλουδα ανασαίνουν, Κ' εκείνοι οι μοσχοανασασμοί μυρώνουνε τ' αγέρια, Όπου πετούν ανάλαφρα και την φιλούν 'ςτό στόμα. Όπου περνά, γλυκά-γλυκά την χαιρετά τ' αηδόνι Κρυμμένο μέσα 'ςτά κλαδιά, την χαιρετά τ' αυλάκι, Την χαιρετά ο πιστικός 'ςτή λυγερή φλογέρα, Την χαιρετά κι' όποιος πονεί και ξαγρυπνά για αγάπη. — Πάρετε, απόσκια, πάρετε, να πάψη το 'λιοπύρι.

Μαυρίζουν τα μαντρόσκυλα που τρώνε τους διαβάτες, Έρχονται πρόθυμοι σιμά, πινάκι γάλα φέρνουν Και για την πέτρα θλιβερό τέτοιο αρχινάνε μύθο. Όλοι αγαπούν της τάξης τους ανύπαντρα κοράσια, Μα ο Λάμπρος, πιστικός φτωχός και τσέλιγγα κοπέλι, Πήγε κι' αγάπησε ο ζαβός τ' αφέντη του την κόρη, Την κόρη την μονάκριβη, τη Χρύσω την πανώρια.