United States or Ukraine ? Vote for the TOP Country of the Week !


Το αηδόνι ψυχοπόνεσε την όμορφη χήρα και της ξαναμίλησε με γλυκύτερη φωνούλα: — Αν είσαι εσύ η αγάπη του, ο καλός σου έφυγε βιαστικός για να σ' ανταμώση. Γύρισε στο σπίτι σου και στρώσε το νυφικό σου κρεββάτι, πριν προβάλη η αυγούλα. Γιατί, αν αργήσης ακόμα, δε θα προφτάσης τον καλό σου. Η όμορφη χήρα αναστέναξε πάλι.

Τότες, αφού εγέλασε πολύ καρκανιστά, βγάζει φωνή, που δεν τη βγάνει μήτε χελιδόνι, μήτε αηδόνι, μήτε κύκνος, άμα γίνη γέρος, όπως εγώ: — Εμένα, ω Φιλητά, δε μου κάνει καθόλου κόπο να σε φιλήσω, επειδή μ' αρέσει να φιλώ περισσότερο από όσο θέλεις εσύ να γίνης νέος· μα κοίτα μήπως δεν ταιριάζει στην ηλικία σου το χάρισμα.

Κυρίως το βράδυ, εάν κάποιο αηδόνι κελαηδούσε, η νοσταλγία τον βασάνιζε. «Τι να σκέφτεται άραγε ο ντον Πρέντου που με περιμένει με την απάντηση της Νοέμι; Ο Θεός όμως θα φροντίσει και θα φροντίσει καλά, τώρα που εγώ, με το θανάσιμο αμάρτημά μου και τον αφορισμό μου είμαι μακριά από αυτές

Εγώ ευρίσκοντας τον καιρόν ευτυχισμένον ευθύς αφίνω το κορμί της σκύλας, και με ταχύτητα εξαναπήρα το ιδικόν μου, και εις τον ίδιον καιρόν τρέχω με βίαν, και αρπάζω το αηδόνι από το κλουβί και του τραβώ τον λαιμόν, και το εσκότωσα.

τα ρέπια, στα χαλάσματα, η κουκουβάγια σκούζει· Μέσα σε αυλάκι, σε βαρκό, λαλεί η νεροχελώνα Τ' αηδόνι κρύβεται βαθειά στ' αγκαθερά τα βάτα Και την αγάπη τραγουδάει με τον γλυκό σκοπό του Κ' η νυχτερίδα η μάγισσα, με το φτερούγισμά της Το γλήγορο και το τρελλό, σχίζει τα σκότα απάνου Και με τα ολόχαρα παιδιά του ζευγολάτη παίζει.

Τα δέντρα ζερβόδεξα, λες κ' ένοιωθαν μια μυστική πνοή να τα δροσίζη, τίναζαν απάνω της τ' άνθια και τα φύλλα τους. Κάτου το πράσινο χορτάρι με το χιονάτο χαμομήλι χάδευαν τ' αρμονικά ποδάρια της. Γιατί το πάτημά τους ήταν τόσο καλόβουλο που τάκανε να μοσκοβολούν. Έν' αηδόνι απόπερα έστελνε το παιγνιδιάρικο λάλημά του, σαν εμβατήριο στην έξοδο θεϊκής συντροφιάς.

Πιο ποιητής είναι στα παραμύθια του, «Ο Ευτυχισμένος Πρίγκηπας», «Το Ραϊδόσπιτο», «Τ' Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο», και σ' όλα εκείνα τα θαυμάσιά του «Ποιήματα σε Πρόζα». Στα σύνορα της πιο σοβαράς καλλιτεχνικής του δημιουργίας στέκονται το, καθώς λέγεται πως καυχήθηκε, σε δέκα τέσσερες μέρες γραμμένο μυθιστόρημά του «Η Εικόνα του Dorian Gray» και «Η Μπαλάντα της Φυλακής του Reading» .

Ξέρω μια λεύκα που ο αγέρας την τρελλαίνει και στην πράσινή της θάλασσα τρέχουν τα ρίγη της ευτυχίας και της ηδονής. Ξέρω μια λεύκα που πίνει νερό στον Κηφισσό. Στην καρδιά της τον Απρίλη τραγουδεί έν' αηδόνιστον ύπνο της τον Αύγουστο ανεβαίνει ένα μεγάλο φεγγάρι στρογγυλό. Ξέρω μια λεύκα που χωρίς αγέρα σαλέβουν οι ανήσυχες πεταλούδες των φύλλων της.

Εγώ όμως διά τύχην μου εις αυτό το αναμεταξύ ηύρα ένα αηδόνι ψόφιον, το οποίον το ανάζησα δίδοντας τες αίσθησές μου εις αυτό. Και υποκάτω εις αυτήν την νέαν μορφήν επέταξα προς το παλάτι του εχθρού μου, και επήγα και εκάθησα επάνω εις ένα δένδρον που ήτον εμπρός εις τα παράθυρα της αγαπημένης μου Ζεμπρούδας.

Ένας κοντός κοντούτσικος, κοντός και μ' ένα χέρι. Τα μάρμαρα πελέκαε, τις πέτρες πελεκούσε. — Κοντέ μ', και πού ν' το χέρι σου, και πελεκάς με τώνα; — Βασιλοπούλα φίλησα, και μούκοψαν το χέρι. Ας την εξαναφίληγα, κι' ας μούκοφταν και τ' άλλο . Και αντηχεί καλλικέλαδος η ηχώ ανά τους εγγύς λόφους επαναλαμβάνουσα: Καμάρα δε στεργιόνει, να ζήτε λέει τ' αηδόνι .