United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα έμμορφα χωράφια της απλώνει απ' τώνα μέρος από εκεί που ο Ήλιος τα άλογα του ζεύει κατά των Μολοσσών τη γη, κι' από το άλλο μέρος προς το Αιγαίον απλώνεται και προς το Πήλιον κάτω όπου στης παραλίες του δεν βρίσκεται λιμάνι. Τώρα το σπίτι του άνοιξε για να δεχθή τον ξένο αν και το μάτι του είναι υγρό ακόμη από το δάκρυ για την γυναίκα που έχασε προ λίγης ώρας τώρα.

Είπε· κι αυτός κατέβηκεν ευθύς απ' το κρεββάτι κι άρπαξε τώμορφο σπαθί που κρέμονταν αιώνια στο κέδρινο κρεββάτι του ψηλά σ' ένα παλούκι. Με τώνα χέρι του κρατεί το νιόκλωστο ζουνάρι, με τάλλο σέρνει το σπαθί μέσ' από το θηκάρι, θηκάρι καλοδούλευτο και κοσμοξακουσμένο.

Έλεγες ότι συνέζων διά να μισώνται, ότι η τύχη τους έβαλε συγκατοίκους της αυτής πόλεως διά να τρώγονται. Ο εκάστοτε ισχυρός της ημέρας, δήμαρχος ή βουλευτής ή όπως εκαλείτο, εφήρμοζε κατά πλάτος το δημώδες αξίωμα: «Τώνα παιδί, καλό παιδί· τάλλο δεν είχε μάννα». Ήτο προστάτης της οικογενείας, των οικείων, των φίλων, του κόμματος, όχι προστάτης της πόλεως.

Μια 'μέρα καθρεφτίστηκα στου πόντου τη γαλήνη κ' είδα τα γένεια μ' ώμορφα κι ώμορφο τώνα μάτι κ' είδα κι αυτά τα δόντια μου, τα κάτασπρά μου δόντια να ξαπερνούν στη λάμψη των τα μάρμαρα της Πάρου. Κ' εγώ για να μη βασκαθώ, χωρίς στιγμή να χάσω, έφτυσ' αμέσως τρεις φορές στον εδικό μου κόρφο· γιατ' έτσι μ' έμαθε η γρηά Κοτυταρίς να κάνω.

Και τα πουλιά που κελαϊδούν λες και την χαιρετούνε, Τα δέντρα που φουρφουλογούν 'ςτής χαραυγής τ' αγέρι, Λες και ξυπνούν, ξαφνίζονται 'ςτής λυγερής το διάβα, Κι' αναμερώντας τα κλαδιά τώνα ρωτάει τ' άλλα Ρωτάει ο γράβος το φτελιά, ο πεύκος το πλατάνι, Το κυπαρίσσι τη ιτιά, κ' η λυγαριά τη δάφνη: — Ποια νάν' εκείνη που περνά, μη νάν' καμμιά Νεράιδα;

Κι αν σου φανώ και πιο δασύς απ' όσο πρέπει νάμαι, έχω βελανιδόξυλα κ' έχω φωτιά στη στάχτη· κ' εγώ για το χατήρι σου μέσ' στη φωτιά θα πέσω κι ας χάσω πια και τη ζωή κι αυτό μου τώνα μάτι που άλλο δεν έχω τίποτα γλυκύτερο στον κόσμο.

Να, να! καλέ τι κουτός! τον Δία του Ολύμπου κοπανά! Να! σε τέτοια ηλικία πούνε τώρα, να πιστεύη στον Ολύμπιο τον Δία! ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Τι γελάς γι' αυτό; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Που βλέπω πως παιδί εισ' απ' τώνα μέρος, μα στης σκέψεις είσαι γέρος. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Ε, καλά λοιπόν, τι είνε; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Συ ωρκίσθης «μα τον Δία». ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Βέβαια.

Εταίριαξε στους τοίχους ολόγυρα τους σάπικους πάγκους, που του προμήθεψαν οι φτωχοταβέρνες του χωριού, για την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης». Επήρε μια πετρούλα κ' εσφίνωσε κάτω από μια παλιοσανίδα του πάλκου, που έχασκε από τις άλλες πάνω στα σαποτρίποδα του κρεβατιού. Εκορδοπάτησε απάνω ο Γιάνης, να δη αν στεριώθηκε καλά. Να μην πατούν τώνα τάλλο τα σανίδια και τρίζουν.

Ξέρω, χαριτωμένη μου, γιατί με φεύγεις έτσι· γιατ' έχω φρύδι τριχωτό σ' όλο το μέτωπο μου που αρχίζει απ' τώνα μου ταυτί και φθάνει ίσα με τάλλο κ' έχω ένα μάτι μοναχά κάτ' απ' το φρύδι εκείνο, και πέφτ' η μύτη μου πλατειά κατά το στόμ' απάνω.