United States or Christmas Island ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και κατές πότε θαποθάνω; Όντε θα πέφτουνε τω δεντρώ τα φύλλα. Σαν έν' απ' αυτά τα μαραμένα φύλλα, κεγώ θα πέσω και τανέμου το φύσημα θα με πάρη. — Μα δε σούπα να μην τα λες αυτά; Εγώ στην Καλυβιανή, που πήα, την επαρακάλεσα και θα σε γιάνη. Και κάθ' αργά στην προσευχή μου για του λόγου σου παρακαλώ Μα γιατί να μην πας κη ίδια στην Καλυβιανή, απού κάνει μεγάλα θαύματα;

Προσέχετε, κρατείτε με σφικτά, έλεγεν εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν. Μη με αφήσατε να πέσω κατά γης, και έπειτα δεν θα ημπορείτε να με εύρητε. Είμαι τόσον λεπτή! Αυτά έλεγεν η σακκορράφα εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν περασμένην με ράμμα χονδρόν και χωρίς κόμπον εις την άκραν.

Τι χάδια και τι φιλιά της κάναμε! — Δεν μπορώ, παιδιά μου, μας είπε, θα πάω να πέσω. Ήτανε γρηά, μα έκανε τα νάζια της η γιαγιακούλα. Ήθελε να την παρακαλούνε και να την χαϊδεύουν. — Έλα, γιαγιακούλα, πες μας κανένα παραμύθι, απ' αυτά που είδες με τα μάτια σου. — Δεν ξέρω, παιδιά μου, είπε πάλι η γιαγιά, σας τα είπα όλα. Δεν έχω πια άλλα. Μας λυπότανε όμως η γιαγιά, δεν μας χαλούσε χατήρι.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ Αχ! Τι χαρά μου! Πατέρα μου, μια φορά που ο Θεός δεν ήθελε να σε χάσω και μου ξαναδίνει την ευτυχία, επίτρεψέ μου να πέσω στα πόδια σου και να σου ζητήσω μια χάρι. Αν δεν εγκρίνης τη συμπάθεια της καρδιάς μου, αν μου αρνείσαι να πάρω τον Κλεάνθη, σ' εξορκίζω, πατέρα μου, να μη μ' αναγκάσης τουλάχιστον να πάρω άλλον. Αυτή είναι η μόνη χάρι που σου ζητώ.

Εγώ σε έφερα εις το σημείον τούτο· πλην αποκόπτομεν τα γαγγραινώδη μέρη του σώματος. Έπρεπε κατ' ανάγκην ή να σου προξενήσω τοιαύτην πτώσιν ή εγώ να πέσω υπό σου. Δεν υπήρχε χώρος δι' αμφοτέρους ημάς εις τον κόσμον.

Άλλες φορές πάλι είμαι τυλιγμένος από ένα σωρό φίδια, πού με σχισμένες γλώσσες με βουρλίζουν σφουριξιές. Γεια, τώρα, γεια! Μπαίνει ο ΤΡΙΝΚΟΥΛΟΣ. Εδώ έρχεται ένα πνεύμ' από τα δικά του, κ' έρχεται να με βασανίση, γιατί αργώ να φέρω μέσα τα ξύλα. Ας πέσω πίστομα, ίσως να μη με καταλάβη.

Τον μαυροφόρον θάνατον θα πάω να προφθάσω τον βασιλέα των νεκρών, κάτω εκεί στον τάφο έτοιμον των θυμάτων του το αίμα να ρουφήξη. Κ' αν πέσω απάνω του άξαφνα και με τα δυο μου χέρια καλά τον σφίξω, βέβαια κανείς δεν θα μπορέση να μου τον πάρη από εκεί, αν πρώτα δεν αφήση από τα ματωμένα του πλευρά του την γυναίκα.

Πόσαις φοραίς μετά την λειτουργίαν ανίχνευα τας αγριοσυκάς, και πόσαις φοραίς πάλιν εσύναζα κάππαριν εις τους βράχους του, ή ανερευνούσα τας φωλεάς των αγριοπεριστερών, με κίνδυνον να πέσω κάτω, εις την άβυσσον των κυμάτων, τα οποία πάντοτε, αφρισμένα, δέρνουν, ως μαινόμενα, τα γκριφιασμένα μαύρα του θεμέλια και ψοφούν βοΰζοντα από της Χαλκιδικής τον αντίλαλον.

Τότε ο γέρων ευρίσκοντας ένα πηγάδι βαθύ λέγει· κατέβα εις ετούτο το πηγάδι, ω υιέ μου, το οποίον ελπίζω να έχη καλά μαργαριτάρια, και αφού γεμίσης ετούτα τα σακκιά, φώναξέ μου διά να σε εβγάλω. Ευθύς εγώ τον επήκουσα χωρίς να του εναντιωθώ και εκατέβηκα δεμένος με ένα σχοινίον, το οποίον το εκρατούσεν ο γέρων διά να μην πέσω.

Εκ τούτου δ' επήλθε βραχεία της πάλης διακοπή. Κατά τας στιγμάς εκείνας είδεν η Δασκαλάκη τον Ηγούμενον έξαλλον, αγνώριστον εκ του καπνού της πυρίτιδος, με τα ράσα εις ράκη μεταβεβλημένα. Εκράτει γυμνόν γιαταγάνι. Και με φωνήν περίλυπον της είπε: — Εσκοτώθηκαν τόσοι κ' εγώ ζω ακόμη. Δεν έρχεται μια μπάλλα να με σώση; Αλλά δεν θα πέσω ζωντανός στα χέρια των Τούρκων.