United States or Kuwait ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μία δε άλλη, μεσόκοπη με γιασμάκι δαμασκωτόν, ευρίσκετο πέραν, εις το «πηγάδι», απλώνουσα τα πλυμένα της κατά σειράν επί των θάμνων του μυλαυλάκου· και εκείθεν εφώναξε προς τον Σαϊτονικολήν κάτω: — Καλώς τα δέχτηκες, γείτονα; Γυιός σου δεν είνε ο ντεληκανής; — Γυιός μου, Αϊσέ χανούμη, απήντησεν ο Σαϊτονικολής. — Να τόνε χαίρεσαι. — Και τουλόγουσου να χαίρεσαι τα δικά σου.

Αφού ετελείωσε αυτά τα λόγια ανεχώρησεν από το πηγάδι, εις το οποίον με άφησε να φωνάζω και να κλαίω όσον εδυνόμουν.

Κ' έβλεπεν εις τους αγρούς τα λάχανα λοχερά-λοχερά κ' ελάγκευεν η καρδιά της. — Το δίνεις πέντε κατοστάρικα; Ετόλμησε να της είπη τας ημέρας εκείνας ο πλούσιος ιδιοκτήτης, ότε την είδε μίαν ημέραν, εις το πηγάδι. Η γραία δεν ωργίσθη, ως άλλοτε.

Οι γυναίκες μόλις βγήκαν από την εκκλησία σκόρπισαν εδώ κι εκεί, σιωπηλές σαν φαντάσματα, και απλώθηκε πάλι η μοναξιά και η σιωπή γύρω από το σπίτι των Πιντόρ. Η ντόνα Έστερ πλησίασε στο πηγάδι για να στηρίξει μ’ ένα ξύλο μια γαριφαλιά, ανέβηκε γρήγορα τις σκάλες και έκλεισε τα πορτοπαράθυρα.

Φτόνος του κόσμου, απήντησε μ' ετοιμότητα η Φραγκογιαννού. Ένα κορίτσ' είχε πνιγή μέσ' το πηγάδι. — Και δεν ξέρω ποιος εχτρός είπε πως έφταια εγώ . . . Μα έτσι νάχουμε καλή ψυχή, μπορείς να το πιστέψης; Τάχα δεν μπορούσε να πνιγή μοναχό του το κορίτσι; Ήταν ανάγκη να βάλω χέρι εγώ; — Μαθές! . . . έκαμεν η γραία.

Ολόκληρος τρέμων επλησίασα ψηλαφητί προς τον τοίχον, αποφασισμένος να πεθάνω εκεί, παρά ν' αντιμετωπίσω το τρομερόν πηγάδι, το οποίον η φαντασία μου επολλαπλασίαζε και έθετεν εις διάφορα σημεία του μπουντρουμιού μου.

Έτσι την είχε δει την μέρα της φυγής, ακίνητη εκεί πάνω, όμοια με καπετάνιο που εξερευνά με το βλέμμα το μυστήριο της θάλασσας… Πόσο βαραίνουν αυτές οι αναμνήσεις! Βαραίνουν σαν τον κουβά γεμάτο με νερό που τραβάει προς τα κάτω, προς το πηγάδι.

Ω πηγάδιΔίχως βάθου καν σημάδι. Ω καδδί που δε χορταίνεις, Και ποτέ δεν αποσταίνεις Σ' όσο βρίσκειςΚι' άδιο πάντα σου απομνήσκεις! Ω καρούτα αναιώνια Που να ρίχνουν χίλια χρόνια, Στα χαμέναΘα παιδεύουνται μ' εσένα! Ω κρασιού αλήθια τάφε, Τ' άντερα σου βάφε, βάφε!... Ε κοντύλιΜούρθε πλιο η ψυχή στ' αχείλι! Πες κάνα άλλο κι' άφς τη βρόμα.

Και αυτό το πηγάδι, το οποίον με τα μεγάλα και υψηλά χείλη του ωμοίαζε προς χάσκοντα διψαλέον γίγαντα, δεν απέδωσέ τι όταν έκυψε να το ερωτήση, ειμή τας ιδίας της λέξεις και τόσον διατόρους και παραμορφωμένας, ώστε ωπισθοδρόμησε με φρίκην νομίσασα ότι προήρχοντο από το φοβερό Στοιχειό.

Και μια φορά που η Αστυνομία, που τα ξεψαχνίζει όλα και βγάζει την αλήθεια μέσ' απ' το πηγάδι, είπε καθαρά και ξάστερα, πως ό,τι γίνηκε, γίνηκε από κακή ώρα, έλειψε και η περιέργεια του κόσμου και μαζί με τον τάφο του Καπετάν-Πρέκα κλείσανε και τα στόματα των γυναικών στις γειτονιές και τους αυλόγυρους.