United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα δε αντίθετα των μεν δύο είναι προφανήδηλαδή το έν μεν από αυτά το ονομάζομεν αρετήν, το δε άλλο εγκράτειανεις την θηριωδίαν όμως αρμόζει παρά πολύ να αντιτάξωμεν την υπεράνθρωπον αρετήν, δηλαδή την ηρωικήν και την θείαν, καθώς ο Όμηρος παρέστησε τον Πρίαμον να λέγη περί του Έκτορος τα εξής, επειδή ήτο πολύ αγαθός : Δεν ώμοιαζε καθόλου Πως τον εγέννησε θνητός, μα θάταν θεού γέννα.

Εισέρχονται ΒΑΣΙΛΕΑΣ και ΠΟΛΩΝΙΟΣ. ΒΑΣΙΛΕΑΣ Έρωτας; η καρδιά του, όχι, εκεί δεν κλίνει· και ό,τ' είπεν, αν και τακτικήν μορφήν δεν είχε, δεν ωμοίαζε τρέλλα.

Πανταχού εις κρύσταλλον, χρυσόν, κυανόλιθον και πορφυρίτην κατωπτρίζετο το φως της λαμπάδος. Το παπικόν δωμάτιον ωμοίαζε τον παράδεισον του Αγ. Ιωάννου, όστις ως γνήσιος Εβραίος ηρέθηζε των συμπατριωτών του την πλεονεξίαν, περιγράφων την κατοικίαν των μακάρων διά χρυσού και αδαμάντων εστρωμένην.

Άλλως τε ο υψηλός γέρων ασφαλισθείς απ' αυτόν εκείνον, τον οποίον είχε παρακινήσει να φονεύση τον Γλαύκον, ωμοίαζε πολύ ολίγον προς τον Έλληνα εκείνον τον κυρτωμένον από τον φόβον· εφόρεσε λοιπόν άλλον μανδύαν φροντίσας συγχρόνως να ρίψη επί της κεφαλής του ευρύχωρον γαλατικήν κουκούλαν εκ φόβου μήπως ο Ούρσος ενεθυμείτο τα χαρακτηριστικά του, όταν και οι δύο θα ευρίσκοντο εις το φως.

Αλλ' εκτός των τοιούτων μεγάλων πολέμων προς τους βαρβάρους της Δύσεως και προς τους Πέρσας, η βασιλεία του Ιουστινιανού είχε να παλαίση και προς άλλους εντός του Κράτους βαρβάρους εχθρούς. Το κράτος του Ιουστινιανού ωμοίαζε, καθώς λέγει Γερμανός ιστορικός, προς μεγάλην ευτυχισμένην νήσον πολιτισμού περικυκλουμένην από Ωκεανόν βαρβαρότητος.

Έστρεψα άπαξ έτι το βλέμμα προς την πρόσοψιν του παρεκκλησίου και εβάδισα μετά του Κ. Σπυράκη προς τον κατήφορον. — Κύριε Σπυράκη, ηρώτησα, τι είδους νέος ήτο ο δυστυχής αυτός Νίκος; — Πώς «τι είδους»; — Ήτο ξανθός, μαυρειδερός;... Επί τέλους, ωμοίαζε με κανένα από ημάς εδώ; Ο Κ. Σπυράκης εσκέφθη επ’ ολίγον προτού αποκριθή. — Μάλλον με τον Κύριον Μαιμάν παρά με σας ή εμέ.

Ο ύπνος ήτον άνευ ονείρων, όλα τα όνειρα του τα είχεν αφαιρέσει η εγρήγορσις. Μόνον ενδομύχως εις το βάθος της συνειδήσεώς μου, μία φωνή, ήτις ωμοίαζε με χρησμόν, ηκούσθη αμυδρώς να ψιθυρίζη· «Ύπάγε, ανίατε, ο πόνος θα είναι η ζωή σου . . . » Εξύπνησα. Εσηκώθην και έφυγα. Ησθανόμην αγρίαν χαράν, διότι η Αγία δεν είχεν εισακούσει την δέησίν μου.

Και εις το καράβι ανέβηκα και των συντρόφων είπα να λύσουν τα πρυμόσχοινα και ν' αναιβούν• κ' εκείνοι εμπήκαν και αραδιάσθηκαν ευθύς εις ταις σανίδαις, και την λευκή την θάλσσα με τα κουπιά βροντούσαν. 180 και ότε εις τον τόπο φθάσαμεν, οπού μακράν δεν ήταν, εις άκραν σπήλαιον είδαμε, 'ς το χείλος της θαλάσσης, υψηλό, δαφνοσκέπαστο κει μέσα εξενυκτούσαν κοπάδια, γιδοπρόβατα πολλά, και αυλήν τριγύρω υψηλήν είχεν εις χωσταίς πέτραις βαθειά κτισμένην, 185 κ' υψηλοφούντωτα ιδρυά, πεύκ' υψηλοί, την φράζαν. άνδρας θεόρατος αυτού ξενύκταε, 'που βοσκούσε τα ποίμνια μόνος ξέμακρα, ουδ' έσμιγε με άλλους, αλλ' έτρεφεν ανάμερα κάθε ανομιάτον νου του. τι θαύμα ήταν θεόρατον, ουδέ των σιτοφάγων 190 ώμοιαζε ανδρών, αλλ' ώμοιαζεν ως κορυφή λογγώδης, 'που υψόνεται ολομόναχητην μέση απ' άλλα όρη.

Ωμοίαζε προς τον γέροντα εκείνον βασιλέα του μύθου, ο οποίος αφού είδε τον ένα μετά τον άλλον πολλούς υιούς του πορευομένους εις συνάντησιν του δράκου, του λυμαινομένου την χώραν του και μη επιστρέφοντας, ηναγκάζετο να ίδη και τον τελευταίον, τον μικρότερον κ' ευμορφότερον, αναχωρούντα διά τον άφευκτον όλεθρον.

Στο χουγιατό αυτό της γυναικός της υστερνής, όλες οι γυναίκες εστριμώχτηκαν δεξιά και ζερβιά του μονοπατιού, για να κάνουν τόπο να διαβή το μουλάρι, πούχε ψηλά του έναν άνθρωπο κουκουλωμένο με πλατειά και μακρειά καπότα. Έρριξαν όλες τα μάτια τους περίεργα απάνω του, για να καταλάβουν ποιος είταν εκείνος ο άνθρωπος, που δεν ώμοιαζε για χωριανός τους, αλλά καμμιά δε μπόρεσε να καταλάβη τίποτε.