United States or Kenya ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αυτά 'πε, και αυτής κοίμισε τους θρήνους και τα μάτια στέγνωσε• κείνη ελούσθηκε κ' εφόρεσε καθάρια, 'ς τ' ανώι με ταις γυναίκαις της ανέβη και ουλοχύταις 760 έθεσεν εις το κάνιστρο, και ευχόνταν της Αθήνης•

Είτα η Μπαλαλού εσπόγγισε καλώς το παιδίον με μέγα λευκόν προσόψιον, του εφόρεσε καινούργιο λευκόν υποκαμισάκι και ποδίτσαν, το ανέκλινεν επί των κνημών της, και ήρχισε να το περιβάλλη με τα σπάργανα. Ο ζωέμπορος ο Πραματής είχεν έλθει εις τα κολυμπίδια, και εδήλωσεν ότι επεθύμει να γίνη ανάδοχος του βρέφους, εις μνήμην του προχθεσινού εν θαλάσση κινδύνου και της διασώσεως.

Ο Δάφνης λοιπόν, αφού εγέλασε γλυκά, την εφίλησε πιο γλυκά και της εφόρεσε το στεφάνι από τους μενεξέδες, άρχισε να της λέη το παραμύθι της Ηχώς, αφού της εζήτησε, άμα της το μάθη, για πλερωμή δέκα φιλιά: 23. — Νύμφες, αγάπη μου, είναι πολλές: Μελικές, Δρυάδες και Έλειες· όλες όμορφες, όλες τραγουδίστρες· και μια απ' αυτές εγέννησε κόρη την Ηχώ· θνητή, επειδή ήταν από πατέρα θνητό· όμορφη, επειδή ήταν από μητέρα όμορφη.

Το μικρόν νήπιον είχε ζήσει πέντε ημέρας εις τον κόσμον, εν μέσω χιόνων και παγετών. Ο παπάς εφόρεσε το επιτραχήλι, και άρχισε την ακολουθίαν των νηπίων· «Των του κόσμου ηδέων, αναρπασθέν άγευστον . . . Εβόας τοις Αποστόλοις άφετε τα παιδία ίνα έρχωνται προς με . . . » «Ουδέν εστι πατρός συμπαθέστερον, ουδέν έστι μητρός αθλιώτερον . . . »

Τα πιθάρια μας γεμάτα, έλεγεν, αι αποθήκαι μας γεμάται, τα βαρέλια μας γεμάτα. Τι άλλο θέλεις; — Να γένης δήμαρχος! Ετόλμησε να είπη η κυρά-Μανωλάκαινα. Ο κυρ-Μανωλάκης εφόρεσε την καπίτσα μουρμουρίζων. Φαίνεται ότι ανεμνήσθη την μάγισσαν, η οποία του είπεν ότι εις το πεντηκοστόν έτος της ηλικίας του κάτι θα πάθη. Έρις λοιπόν και ταραχή.

Κι αφού πήγε στο εξοχικό, εφόρεσε πλούσια φορέματα κι όταν εκάθισε κοντά στον πατέρα του, τον άκουγε που έλεγε τέτοια: 24. — Παντρεύτηκα, παιδιά μου, πολύ νέος κι όταν επέρασε λίγος καιρός είχα γίνει πατέρας ευτυχισμένος, καθώς ενόμιζα.

Εκεί οπού εσπόγγιζε τον ιδρώτα του προσώπου του και εξετίναζεν ολόβρεκτα τ' άσπρα μαλλιά του, του εφάνη ότι ακούει φωνήν. — Παπά! Να βάλω τραπέζι; Πετιέται αμέσως επάνω με την πολιάν γενειάδα του ως το στήθος, και εφόρεσε τον άσπρον αγιορείτικον σκούφον του, κείμενον εκεί επί του καναπέ, εις την άκρην. Έντρομος δε άρχισε να κυττάζη εδώ κ' εκεί. Ησυχία νεκρική εις όλον το σπίτι.

Την ωρισμένη μέρα, ο Τριστάνος ετοποθετήθη στο μεταξωτό βυσσινί πάπλωμα, και κάθησε να του φορέσουν την πανοπλία του για τη μεγάλη περιπέτεια. Εφόρεσε το θώρακα και την περικεφαλαία από μελανό ατσάλι.

Αυτά 'π' εκείνος και άπτεροςαυτήν ειπώθη ο λόγος. και, άμ' έλουσε το σώμα της κ' εφόρεσε καθάρια, όλων ετάχθη των θεών τελείαις εκατόμβαις, ίσως θελήση τ' άδικα ν' ανταποδώση ο Δίας. 60

Μεγάλη χύτρα με νερόν εθερμαίνετο εις την εστίαν. Ητοιμάσθη καθαρά λεκάνη. Ο παπάς εφόρεσε τ' άμφια, και άρχισε τας ευχάς των κατηχουμένων. Η συντέκνισσα επήρεν εις τους βραχίονάς της το νεογνόν, ανίδεον, μελαψόν, και θλιβερώς ασθμαίνον, κ' εστάθη πλησίον του παπά. Μετ' ολίγον εκείνος της είπε να στραφή προς δυσμάς. — «Απετάξω τω Σατανά