United States or Mexico ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΡΕΓ. Εγώ δεν το πιστεύω ότι αμέλησέ ποτε τα χρέη της εκείνη. Εάν τους ακολούθους σου θέλη να βάλη εις τάξιν, έχει νομίζω αφορμήν και λόγους έχει τόσους, ώστε κανείς δεν ημπορεί να την κατηγορήση. ΛΗΡ Να έχη την κατάραν μου! ΡΕΓ. Αυθέντα, είσαι γέρος· η φύσις πλέον σ' έφερετου δρόμου της την άκρην.

ΜΠΕΜΒΟΛΙΟΣ Μιαν ώραν πριν λαμπροφανή ο δοξασμένος ήλιοςτην θύραν της Ανατολής την καταχρυσωμένην, ανησυχία ψυχική μ' εσήκωσ' απ' την κλίνην, κ' εβγήκα έξωτην δροσιάν κ' εκεί καταντικρύ μουτο δάσος των συκαμινιών, 'ς της πόλεως την άκρην τον είδα να περιπατή, πρωί, πρωί, τον υιόν σου. Να του 'μιλήσω 'πήγαινα· αλλά ευθύς 'που μ' είδεν εκείνος ετραβήχθηκετο πύκνωμα του δάσους.

Λέγοντάς μου τοιουτοτρόπως αυτός με επήρε χωρίς να θέλω να ξεμακρύνω από εκείνα και με έφερεν εις έναν άλλον Ναόν, που ήτον εις την άκρην του περιβολιού. Εδώ ως επί το πλείστον, μου είπεν εκείνος, έχω την κατοικίαν μου· ο άνθρωπος χωρίς γένεια, που είδες επάνω εις το άλογο, είναι ο Προφήτης Ηλίας· αυτός κατοικεί εις την άλλην άκραν του περιβολιού.

Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα ωνόμαζαν οι καλόγηροι. Μόνον διαρκή γείτονα, όταν κατηρχόμην κάτω, εις την άκρην της περιοχής μου, είχα τον κυρ-Μόσχον, ένα μικρόν άρχοντα λίαν ιδιότροπον.

Ήτο ένας ροδόξανθος και ροδοκόκκινος νέος. Καβάλλα εις άσπρο εύμορφον άλογον, στολισμένον με χρυσαίς φούνταις εις το στήθος. Αρματωμένος ο άγιος με όλα τα άρματά του τα ολόχρυσα. Χρυσοπράσιναις δόξαις άστραφτεν ο θώρακάς του. Κόκκινη, βασιλική, η σέλλα του αλόγου. Με το ασημένιο το κοντάρι του, το μακρύ, μ' ένα μαλαμματένιον σταυρόν εις την άκρην επάνω. Τροπαιοφόρος και ρωμαλέος ο άγιος.

Κ' η Κορδηλία τι να 'πή : Ας αγαπά εκείνη κι' ας σιωπά. ΛΗΡ Από εδώ έως αυτήν την άκρην, όλην την έκτασιν αυτήν με τα πυκνά της δάση, με τους μεγάλους ποταμούς, με τους πλουσίους κάμπους. τ' απέραντα λιβάδια της, την δίδω εις εσένα και εις τους απογόνους σου διά παντός! — Τι λέγει και η δευτέρα κόρη μου, η ακριβή Ρεγάνη, της Κορνουάλλης δούκισσα; — Ομίλησε, Ρεγάνη.

ΕΔΓΑΡ Δος μου το χέρι σου εδώ. Ακόμη ένα βήμα κ' είσαιτην άκρην του κρημνού. Δεν ήθελα να κάμω αυτό εδώ το πήδημα διά τον κόσμον όλον! Μέσα εδώ διαμαντικό θα εύρης, που αξίζει να το χαρή κάθε πτωχός. Και οι θεοί κ' αι Μοίραις να δώσουν καλορρίζικον το δώρον μου να είναι. Πήγαινε τώρα μακρυά. Αποχαιρέτισέ με. Παρακαλώ ν' μακρυνθής· ν' ακούσω ότι φεύγεις. ΕΔΓΑΡ Ώρα καλή, αυθέντα μου!

Επήρα το ταψί μου, και να το αυτό είνε! βρίσκετ' ακόμα, ύστερ' από σαρανταοχτώ χρόνια». Εσηκώθη, ύψωσε την χείρα της εις το ράφι, και μου επαρουσίασε χάλκινον αγγείον παλαιόν, ολίγον τρύπιον εις την μίαν άκρην.

Προδότηςτον πατέρα σου και εις τον αδελφόν σου κ' εις τους θεούς! Και εις αυτόν τον ένδοξον τον δούκα! Από την πλέον υψηλήν της κεφαλής σου άκρην, έως την σκόνην που πατείς, αισχρός προδότης είσαι! Ειπέ μου όχι, κ' έτοιμον το χέρι μου προσμένει μ' αυτό εδώ μου το σπαθί να σ' αποδείξη ψεύτην! ΕΔΜ. Θα ήτο πλέον τακτικόν να 'ξεύρω τόνομά σου.

Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.