United States or Qatar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δέκα ως δώδεκα στρατιώτες από τους πιο διψασμένους του Χουσεήνη, μερικά βήματα μακριά στεκάμενοι στην αράδα, παραβγαίνανε στον αγώνα, ποιος να πρωτομπήξη το γυμνό του μαχαίρι στα στήθια του νέου.

— Η αράδα μου τόρα. . . Ο γέρων δεν είχε κατά νουν να υποχωρήση. Είνε αληθές ότι εθαύμασε και την ευθυβολίαν του όπλου και του ενωμοτάρχου την οξυδέρκειαν· είνε αληθές ότι αυτός δεν εδοκίμασε ποτέ από τοιαύτης αποστάσεως το καρυοφύλλι του· αλλ' η ιδέα ότι ήτο ιδικόν το όπλον, όπλον της εποχής του, εδέσποζε του πνεύματος του απαρασάλευτος.

Επειδή δε ίσως οι υπαινιγμοί του πατρός ήσαν σκοτεινοί διά τον τραγίσιον εγκέφαλον του υιού της, έσκυψε και του εψιθύρισε: — Η αράδα του Μανώλη μου, που θα τόνε παντρέψωμε με μια ώμορφη κοπελιά.

Τρεις ώρες πολεμούσανε τρεις ώρες στην αράδα, Το σπήλιο σεισμοδέρνονταν απ’ άκρη σ’ άκρην όλο, Και σαν καράβι απανωθιό στα κύματα κουνώνταν, Από το βροντοπάλεμα κι’ από τους βροντοχτύπους.

Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Ύστερα όλες οι μέρεςτριάντα χρόνια στην αράδαπεράσανε μπροστά της ανακατωμένες, όμοιες, σα μια μέρα μεγάλη, δίχως τέλος. Ένα πράμμα μονάχα καταλάβαινε: πως η ζωή της είχε σταματήσει εκεί, δεν είχε κάνει ένα βήμα μπροστά. Όλος ο περασμένος καιρός ήτανε γι' αυτήν σα μια ξένη ζωή.

Έλα Γιαννούλα, πάρετο· κι' όποτε θέλει ο Μήτρος Να πάρη την Αναστασιά, με δαύτο ας την εγγίξη. .............................................. Είκοσι μέραις πέρασαν, σαν χρόνια για το Μήτρο, Κ' έφτασε τ' Άι-Γιωργιού η γιορτή, το μέγα πανηγύρι, Που χέρι-χέρι νηαίς με νηούς κρατιούνται και χορεύουν. Η αράδα της Αναστασιάς εσύντυχε το Μήτρο.

Σαν άλλο φως, διαφορετικόν από το φως του κόσμου, το οποίον άφθονον εχύνετο από τα κανδηλάκια, αναμμένα στην αράδα. Εστάθη ακίνητος εν μέσω σαν να φορούσε το φελόνι του, σαν να έκαμνεν «είσοδον» . Το φως ήτο γλυκύ αληθώς, ήτο φως ιλαρόν, φως αγίας Δόξης, θαρρείς, ψαλμικόν φως. Μία γλυκητάτη χαρά εισέδυσε πάραυτα εις την ψυχήν του ιερέως.

Ούτε λόγον ειμπόρεσα να κατακρατήσω κ' εγώ στο νου μου άλλον από τα γυρίσματα που συχνά συχνά ξανάλεγαν «Γκιολέκκα μορ Γκιολέκκα» και «ω μπυρ ω μπυρ Αλή-πασά». Και σαν απόστασαν ύστερα κομμένοι και καταϊδρωμένοι κι οι τρεις, τραβήχτηκαν από το χορό, κ' επήραν αράδααυτόν τα χωριατόπουλα μπάζοντες τώρα μια μια και πολλές από τες γυναίκες τους.

Προσηκώθηκαν οι γυναίκες κ' ήπιαν, αφού μας προσχαιρέτησαν όλους με την αράδα. — Τώρα να σε κεράσω κ' εγώ, που τα δηγάσαι με τόση όρεξη, λέγω του φίλου. — Ναι, να με κεράσης. Να την ανιστορήσω τη μαγική εκείνη ζωή. Που λες. Σαν αποφάγαμε, και το γλεντίσαμε με τα κάστανα τα ο φ τ ά, καθώς τα λεν, και με το Κισαμιώτικο, μας καλονύχτισαν, και πλαγιάσαμε.