United States or Isle of Man ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι απ' όλα το χερώτερο, που οι Ρωμαίοι, που τόσους χρόνους αψηφούσαν τη νέα θρησκεία και την άφιναν απείραγη, βλέποντας άξαφνα τέτοια δύναμη να ξαπλώνεται σε Ασία κ' Ευρώπη, τέτοιον κύκλο μέσα στον κύκλο τους, δεν μπορούσαν πια να κάθουνται και να τη βλέπουν αδιάφορα τη Χριστιανική την πλημμύρα.

Εννιά πια χρόνια πέρασαν του Δία, και των πλοίων έλιωσαν τώρα τα σκοινιά και σάπισαν τα ξύλα, 135 και θα μας κάθουνται κλειστές οι δόλιες μας γυναίκες με τα παιδιά να καρτεράν, κι' εμάς ατέλιωτη έτσι μένει η δουλιά μας που ως εδώ μας έφερε στα ξένα. Μον όλοι ελάτε! ας κάνουμε όπως εγώ προστάξω. Ας φύγουμε με τα γοργά καράβια στην πατρίδα, 140 τι πια δεν το κουρσέβουμε το ξακουσμένο κάστρο

Σαν τόσο πιο πολλούς εγώ τους κάνω τους δικούς μας απ' τους οχτρούς που' κάθουνται στο κάστρο· μα από χώρες 130 βοηθοί πολλές τους ήρθανε, στρατός κονταρομάχος, που μου ζαβώνουν τους σκοπούς και μ' όλο μου τον πόθο να πάρω δεν μ' αφήνουνε τη μυριοπλούσια Τροία.

Σα γέροι, πια δεν πήγαιναν στις μάχες, μα ρητόροι 150 σπουδαίοι, σα διο λες τσίντζικες που κάθουνται σε δέντρο και μες στο δάσος με φωνή λαλούν κατιφεδένια· τέτιοι στον πύργο κάθουνταν κι' οι προεστοί των Τρώων.

Τι θαρρείς; πως είνε το χωριό σου, που πας και κάθεσαιτον φούρνο ξεμανδήλωτη; Εκεί, γρηά μου, κάθουνται, 'ς την πλατέα, κυρίαις 'σαν το κρύο νερό, που έχουν γεμάτα τα καπέλλα τους από όλα τα πουλιά και όλα τα λούλουδα του κάμπου.

Εσώριαζε απάνω στη μνήμη του βαρειά και κοφτερά τ' αγκωνάρια της αρχαίας· ως που εκείνη πληγωμένη και άρρωστη έπεφτε κάτω σαν το βαρυφορτωμένο ζω. Τότε πιο άρρωστος εκείνος από τη μνήμη του ξαπλωνότανε στον καναπέ με το κεφάλι στα χέρια, ένας σωρός από κρέας και κόκκαλα. Στην ίδια κατάσταση βρίσκεται και σήμερα. Μα τώρα δεν είνε μόνος. Μαζί του κάθουνται τριγύρω στο τραπέζι και τρεις άλλοι κύριοι.

Το λοιπόν, αφτοί που κάθουνται ήσυχα στο γραφείο τους και σας φτειάνουνε λέξες, λόγου χάρη, εργοστάσιον των πίλων κι άλλα τέτοια, ή που βγήκανε άξαφνα και μας είπανε η οδός, της οδού , αντίς ο δρόμος, του δρόμου , που ξέρει ο λαός, αφτοί που μας βγάζουν τάχα ελληνικά ονόματα για το κάθε πράμα, τι σκοπό είχανε; Είχαν εννοείται το σκοπό να μάθη ο λαός τις λέξες, τα ονόματα που φτειάνουνε, είχαν το σκοπό να κάμουνε γλώσσα εθνική.

Άιντε άιντε, ωρέ, τι τσελιγκάδες θα νάν' εκεί; Μα τσ' φτάν' εκείν' δα η τοσούλα η μκρή η λούτσα για να ποτίζουν τα κοπάδια τσ'; Κι όλο 'ςτον κάμπο αυτοίν' κάθουνται; Δε βγαίνουν στο βνο μπιτ και μπιτ; Ζάνε τα πρόβατα τσ' και το καλοκαίρ' στον κάμπο; Ο Αρβανίτης, που τον εκύτταζε και τόρα με ολάνοιχτα τα μάτια για τα παράξενα λόγια του, δε φτούρησε πλια και του φώναξε με ειρωνικό χαμόγελο.

Κουτσαίνοντας κι' εκείνοι οι διο, οι δουλεφτάδες τ' Άρη, πήγαιναν, του Τυδέα ο γιος κι' ο θεϊκός Δυσσέας, έτσι ακουμπώντας σε μακριά κοντάρια, γιατί ακόμα είχαν βαριές λαβωματιές· και παν στην πρώτη αράδα 50 και κάθουνται της συντυχιάς.

Είπε, κι' εκιός σαν αστραπή σηκώθηκε οχ τον ύπνο, και κράζοντάς τον του λαλεί διο φτερωμένα λόγια «Γέρο, δεν τρώγεσαι, ήσυχα πώς κάθουνται δεν ξέρεις. Μα κι' άλλοι τάχατε Αχαιοί δε βρίσκουνται πιο νιοι σου 165 παντού, να τρέξουν κι' όλους μας να κράξουν έναν ένα τους αρχηγούς; Μα, γέρο, εσύ περιορισμό δεν έχεις