United States or Marshall Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μ' τι ήταν τούτ' ωρέ Καράλ'! Σα διατάν' μώμοιαζαν όλοι ντυμέν' έτσι. Σαν εκείνους π' γλέπω τ' Λαμπρή 'στν Αγιά-Παρασκευή 'στν εκκλησιά, πώχουν ζουγραφσμέν' την κόλασ'. Κ' εκείν' οι δρόμ', κ' εκείνα τα σπίτια; Μπα, θε μ', φύλαξέ με!» Κ' έκαμε το σταυρό του ο άνθρωπος. «Μωρέ πώς ζαν έτσ' απανουτοί, πώς παίρνουν αέραΈλεγε. Ο Καράλης γέλαε, τι νάκανε.

— Μ' τι να ειπώ ντε; Είπε ο γιδάρης, κυτάζοντας τον Αρβανίτη με βλακίστικο γέλοιο. — Για σας, ώρα καλή, μ' τι, καλμέρα αδά; — Άσ' τον άνθρωπο και καλημερνάει γι' αύριο, λέει ο Πολιάνος. — Ε, για σας δα, ώρα καλή, ξαναγελάει βλακίστικα ο πιστικός. — Πούθ’ είσαι ωρέ; τον ρωτάει ο Αρβανίτης. — Απ' το Παλιοχώρι. — Πώς σε λεν; — Μπάρτζο. Μπάρτζους λεν τους τράγους πώχουν τα μούτρα παρδαλά, ασπρόμαυρα.

Σαν μας είδε, εγέλασε βαθειά μέσ' στον λαιμό του κ' εφώναξεν: — Ωρέ, δεν μου φορτώνεσαι κάλλιο κειό τον ψόφιο γάδαρο, για να κερδαίσης καν τα πέταλά του, μόνο σκομαχάς έτσι στα χαμένα για να πας την λοιμική στο σπίτι σου; Εγώ δεν απηλογήθηκα γιατί, καταλαμβάνεις, αναπνοή για χωρατά δεν μ' επερίσσευε. Μα η μητέρα, την ξεύρεις την μητέρα. Του εδιάβασε τον εξάψαλμο για την απονιά του!

Η ιδέα τοιούτου κινδύνου του έδωκε την δύναμιν ν' αποτινάξη τους χωροφύλακας και διά δύο λακτισμάτων να τους κυλίση κατά γης αμφοτέρους. Έπειτα ετράπη εις φυγήν. Αλλ' όταν έφθασεν εις την γωνίαν του δρόμου, εστράφη μίαν στιγμήν προς τους Αλβανούς και συγκάμψας τον βραχίονα, εφώναξε προς αυτούς, προσπαθών να μιμηθή την προφοράν των: — Να, ωρέ κασίδιδες!

Δεν είχε δε απομακρυνθή πολύ ότε είδεν ερχόμενον εξ αντιθέτου ένα Τουρκαλβανόν χωροφύλακα. Εστράφη διά να φύγη προς τα οπίσω, αλλ' είδε και άλλον ερχόμενον εκείθεν. Ο τελευταίος του εφώναξε: — Στάσου, ωρέ Πατούχα! Ο Μανώλης εστάθη, διότι έβλεπε ότι δεν είχε διέξοδον, οι δε ζαπτιέδες πλησιάσαντες τον συνέλαβαν από τους βραχίονας. — Είντα θέτε από μένα; ηρώτησεν ο Μανώλης. — Θα το μαθαίνης κάτω.

Ταράχτηκε ο Καραϊσκάκης καθώς είδε τον Κιουταχή μπροστά του. Έβαλε το χέριτο σπαθί κ' είπετο Χρηστίδη. — Ωρέ Χρηστίδη, μη μας κάνουν καμμιά μπαμπεσά; Τον καθησύχασε ο Χρηστίδης. Κι' ο Κιουταχής όμως ταράχτηκε, καθώς είδε τον Καραϊσκάκη. Χαιρέτησε κι' ο Κιουταχής με το κεφάλι, αγέρωχος, και μίλησε πρώτος Αρβανίτικα·

Κάμε το άλλη μια φορά, ωρέ Γιώργο! . . Μπράβο, ωρέ Γιώργο! . . Άιντε τώρα. — Τι θέλεις να σε κάμω, ωρέ Καραϊσκάκη; τον ρώτησε κάποτε ο Αλήπασσας. 'Σ το Κομπότι, 'σ τον πόλεμο που έκαμετα 1821, 8 Ιουνίου, που νίκησε τους Τούρκους και τους πήρετο κυνήγι, ανέβηκε σε μια πέτρα κ' έβριζε τους Τούρκους δυνατά.

Να, ωρέ Μάρω, πάρε το δικό μου και σε θέλω να μου φέρης κεφάλια Αρβανίτικα! Κι' αμέσως δίνειτην Κλανομάρω τον κοντό του σισανέ, τον ασημόδετον και φλωροκαπνισμένον. Τότε η Κλανομάρω, αφού έπιασετα χέρια το φοβερό όπλο του Καραϊσκάκη, έγινε αλλοιώτικη. Χύθηκε απόκοντατους Αρβανίτες και σε κάμποση ώρα γύρισε φέρνοντας θριαμβευτικά δυο ματωμένα, ολόζεστα Αρβανίτικα κεφάλια.

Τι κουτοκουβεντιάζεις, ώρ' αγριόγιδο;... Δεν πρόφτακε να πη άλλο, κ' εμείς όλοι σκάσαμε τα γέλοια δυνατά. Τούτο τον πείραξε το γιδοβοσκό, κοκκίνησε 'ςτο πρόσωπο από ντροπή, δεν ξαναγέλασε, μας κύτταξε αραδαριά όλους γοργά γοργά και λέγοντας : — Ωρέ, σεις με περγελάτε! έκαμε τρεχάλα τον κατήφορο πηδώντας σαν το κατσίκι.

Για να σας κάνω την κρίση, πρέπει πρώτα ν' αγκαλιασθήτε και να φιληθήτε κι' ύστερα να σας κρίνω. Οι δύο μαλλωμένοι κύτταξαν ο ένας τον άλλον περίλυποι, σα να ντρέπονταν να κάνουν εκείνο, που τους έλεγε. Οι άλλοι, βλέποντας το δισταγμό τους, τους φώναζαν: — Κάνετε ωρέ, όπως σας λέγει ο κριτής! Τι καμαρώνετε! Οι μαλλωμένοι αγκαλιάστηκαν και φιλήθηκαν κλαίοντας.