United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΘΥΡΣΙΣ Κάθεσ' εδώ, γιδοβοσκέ, να παίξης τη φλογέρα; όσο θα παίζης, ξέννοιαζε, σου βόσκω εγώ τα γίδια. ΓΙΔΟΒΟΣΚΟΣ Δεν πρέπει σε κανένα μας να παίζη τη φλογέρα τώρα καταμεσήμερα· φοβώμαστε τον Πάνα. Την ώρ' αυτή κατάκοπος απ' το πολύ κυνήγι κοιμάται κι αναπαύεται· κ' είνε πικρός, αλήθεια, είνε πικρός και πάντα του στάζει χολή απ' τη μύτη.

Λαχταρώντας, ο Ιοβιανός να βρεθή μια ώρ' αρχήτερα στην Πρωτεύουσα, αν και τόξερε πια τώρα πως όλο το Κράτος τον αναγνώρισε, δε χασομέρησε στην Αντιόχεια μόνο τράβηξε βορεινά κ' ήρθε στην Άγκυρα. Ξεκινάει κι από την Άγκυρα, μα πηγαινάμενος από κει κατά τη Νίκαια, στα πρόθυρα να πούμε της Πρωτεύουσας, τον πρόλαβε ο Χάρος και τον πήρε. Είπαν πως παράφαγε και βρέθηκε ξερός μια πρωινή στο κρεββάτι.

Τέλος πρώτος ο Δημήτρης ο Σκοπελίτης, αξιώτερος και πλέον χεροδύναμος της συντροφιάς, δίνει ένα φάσκελο της τρόμπας και βρίζοντάς την, τρέχει και ξαπλώνεται τ' ανάσκελα στο κατάστρωμα. — Μωρέ, σκυλί! του φωνάζει ο καπετάν Μπισμάνης, — τι κάνεις; — Δεν μπορώ πια. — Μωρέ θα χαθούμε! εδώ έχουμε τσ' ελπίδες μας. — Ας χαθούμε· έτσι κ' έτσι θα μας φάη που θα μας φάη το κύμα· κάλλιο μια ώρ' αρχήτερα.

Και προς αυτόν απάντησεν ο Αλκίνοος• και είπε• «'Σ την όψι σου παντάπασι δεν δείχνεις, Οδυσσέα, απατητής και δολερός, καθώς πολλούς η μαύρη γη βόσκει απ' όλους τους θνητούς 'που 'ναι παντού σπαρμένοι, 365 και πλάθουν αυτοί ψεύματα, 'που δεν τα ξεχωρίζεις. σένα είναι ο λόγος εύμορφος και ο νους σου μέσα ωραίος, και προκομμένα, ωσάν αοιδός, μας έχεις ιστορήσει και τα δικά σου βάσανα κ' εκείνα των Αργείων. αλλά μ' αλήθεια λέγε μου, να μάθω, αν κάποιον είδες 370 των ισοθέων φίλων σου, όσοι μαζή σου επήγαντην Τροία, κ' εύρηκαν εκεί την ύστερή τους ώρα. τώρ' είναι η νύκτ' απέραντη• δεν ήλθ' η ώρ' ακόμη του ύπνου, και συ λέγε μου τα έργα οπ' ομοιάζουν θεία• κ' εδώ θα 'μεν' ατάραχος, όσο να φέξ' η ημέρα, 375 αν να ιστορήσης έστεργες τα πάθη σουεμένα».

Και στο γύρισμά σου πέρασες από της Βασιλικής; ρωτάει η γριά. — Και πήγα και θα ξαναπάγω. Μισά ψέματα μισές αλήθειες, να γλυτώση μια ώρ' αρχήτερα απ' αναφέλευτες ομιλίες. Τι τον έμελε νάλεγε και ψέματα. Τη ζωή του όλη ψεύτικη τηνε θάρρειε.

Και εγώ, επειδή δεν αμφέβαλλα ότι κάτι ωραίο θα έβγαινε πάλι στη μέση από αυτάς τας ερωτήσεις και ήθελα να το ακούσω μια ώρ' αρχύτερα, έσπευσα να του απαντήσω ότι πραγματικώς εκείνα μόνον νομίζω δικά μου. — Τώρα λοιπόν λέγε μου, ζώα δεν ονομάζεις εκείνα που έχουν ψυχήν; — Ναι, του είπα. — Ομολογείς λοιπόν ότι μόνον εκείνα τα ζώα είναι δικά σου, που μπορείς να τα κάμης ό,τι είπαμε πριν; — Ομολογώ.

Αν θες λοιπόν ν' αρματωθής, πολεμιστής να γένης κι αν σου βαστούν τα πόδια σου να περπατής μ' ασπίδα, σύρε μιαν ώρ' αρχήτερα στην Αίγυπτο. Τα χρόνια τασπρίζουν τα μηλίγγια μας κ' η ασπράδ' αγάλια-αγάλια από τα δυο μηλίγγια μας στα γένεια κατεβαίνει. Ό,τι μπορούμε ας κάνωμε όσο βαστούν τα πόδια. ΓΟΡΓΩ Εδώ είν' η Πραξινόη; ΠΡΑΞΙΝΟΗ Εδώ. Πολύν καιρό είχες νάρθης.

ΧΟΡΟΣ Πολύ ωμοβόρα επιθυμιά σε σπρώχνει φονικό να κάμης, που πικρό θε να ’χη τον καρπό, γιατί ’ναι ασυγχώρητο το αίμα τ’ αδερφικό. ΕΤΕΟΚΛΗΣ Γιατ’ η κακιά κατάρα του καλού πατρός μου μου λέει, καθώντας δίπλα μου μ’ άκλαυτα μάτια πως κέρδος μια ώρ’ αρχύτερα θε να ’ναι ο χάρος.

Το να φύγη μακρυά από τον Αριστόδημο του φαινόταν σωτηρία. Όχι πως δεν τον λύπησε η καταστροφή που έκαμε ο αδερφός του στο χτήμα. Την επρόβλεπε όμως και παρακαλούσε νάρθη μια ώρ' αρχήτερα. Όσο γρηγορώτερα η καταστροφή, τόσο γρηγορώτερα έλπιζε και την ανόρθωση. Τη νέα ζωή της γενιάς του τη χώριζε σε δυο εποχές κ' έλεγε να φύγη η πρώτη για νάρθη η δεύτερη.

Εκόλλησε το χλωμό πρόσωπό του στο σιδερόφραχτο φεγγίτη μπροστά, και μας άφισε τον υστερνό χαιρετισμό·Έχετε γεια, ωρ' αδέρφια! Καλή κοινωνία, ωρές παιδιά! είπε κ' εροβόλησε περίχαρος τη σάπικη σκάλα του Ένα και του Τέσερα . Του Ψυχομάνη τάγρια μάτια αστραποβόλησαν στη φωνή, κατά την πόρτα, πούχε χαθή πίσωθέ της του Καναβιού η ολόχαρη μορφή. Ξανάτριξε τόρα τα δόντια με λύσα, από μέσα.