United States or Sint Maarten ? Vote for the TOP Country of the Week !


Χοιμάει και του Πηλέα ο γιος, κι' άγριο θυμό η ψυχή του γιόμισε, και στα στήθια ομπρός κρατούσε την ασπίδα, πλούμια γερή, κι' ανέμιζε ψηλά η ουρά στο κράνος π' αχτιδοβόλαε, κι' έπαιζαν χρυσά τα κρόσσα γύρω 315 που πλήθος κύκλω στην ουρά τάχε ο θεός κολλήσει.

Κατέβηκε έπειτα ο Αυτοκράτορας από την ασπίδα, και ξαναμπήκε στην αίθουσα όπου είχε φορεθή, έβαλε τη βασιλική χλαμύδα και τη διαμαντένια κορώνα, και ξαναβγήκε στο κάθισμα, φωνάζοντας ο λαός «Σεβαστέ», κι ο στρατός «Αύγουστε». Σα σώπασε ο κόσμος, προσφέρθηκε στο Βασιλέα έγγραφο, ο Βασιλέας τόδωσε του γραμματικού, κι ο γραμματικός διάβασε μεγαλόφωνα τη βασιλική Προσφώνηση, αντισκόβοντας κάθε λίγο ο λαός και φωνάζοντας, «Κύριε ελέησον, Υιέ Θεού, Συ αυτός ελέησον, Αναστάσιε Αύγουστε του βίγκας. ευσεβή Βασιλέα ο Θεός φυλάξοι», κι άλλα παρόμοια.

Εις δε τον Αμφιάραον, μαθών ο Κροίσος την αρετήν και το οικτρόν αυτού τέλος, αφιέρωσεν ασπίδα ολόχρυσον της οποίας και το ακόντιον και η λόγχη ήσαν ομοίως χρυσά. Τα δύο ταύτα πράγματα εσώζοντο ακόμη μέχρι των ημερών μου εις τας Θήβας, και έκειντο εις τον ναόν του Ισμηνίου Απόλλωνος.

Κι' ως μέσα την ασπίδα ο μυλοπέτρας λίθαρος του σπάει, και του κλονίζει 270 τα γόνατα· κι' ανάσκελα ξαπλώθη, κουτουλώντας με την ασπίδα. Όμως εφτύς τον σήκωσε ο Απόλλος. Και τότες πια θα ζύγωναν να σπαθολιανιστούνε, μον να! διο κράχτεςτων θεών κι' αντρών μαντατοφόροιήρθαν, των Τρώων ένας τους, των Αχαιών ο άλλος, 275 κι' οι διο τους γνωστικοί, ο Νιδιός κι' ο θεϊκός Ταρθύβης.

Θα στηριχτής 'πάνω στην ασπίδα και στο βασιλίσκο και δεν θα ριχτής κατάχαμα από το δάγκωμά τους!.. ΛΟΥΠΟΣ. Πέθανεν ο παλαιστής!. . . χάσαμε το καμάρι του Σταδίου. . . Συμφορά τους! ΕΚΑΤΟΝΤ. Η Ευνίκη δεν μπορεί μαζύ μου να θυμώση και χρέος ό,τι μώταξε έχει να μου το δώση. Στρατιώτες! Πίσω από το βράχο πάρτε τον βαράτε τον με τα κοντάρια στα πλευρά. Χτυπάτε τον αλύπητα, γερά! 1ος ΔΙΑΚΟΣ. Κράτει!

ΕΤΕΟΚΛΗΣ Λοιπόν θα στείλω αυτόν κ’ η καλή ώρα να ’ναι! και στέλλετ’ ένας που δεν έχει την περφάνεια στα χέρια του, ο Μεγαρεύς του Κρέοντος σπέρμα απ’ των Σπαρτών το γένος, που δε θα τρομάξη το λυσσασμένο χουγιατό των αλογήσιων φρουμανισμάτων να κωλώση από τις πύλες° μα ή με το αίμα του το χρέος του θα πλερώση στη γη μας, ή τους δυο τους άντρες και την πόλη θα πάρη, που ’ν’ επάνω στην ασπίδα εκείνου, να στολίση μ’ αυτά το πατρικό του σπίτι.

Κι ασπίδα καλοβάσταγη κρατάει καινούργια μ’επάνω της διπλό σημάδι δουλεμένο: έναν πολεμιστή να ιδής χρυσοφτιασμένο που μια γυναίκα με σεμνό τρόπ’ οδηγάει° η Δίκη λέει πως είναι τάχα, καθώς λένε τα γράμματα: Θα φέρω πίσω αυτόν να πάρη τη χώρα του και των σπιτιών του την κυβέρνια. Τέτοιες εκείνων είναι οι φαντασιές° τώρα ο ίδιος κρίν’ εσύ ποιο σκέπτεσαι να στείλης.

Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420

Αφτός εκεί τον αδερφό με βιάση από το ποδάρι τραβούσε, κι' όλων φώναζε των αρχηγών βοήθια· μα ενώ τον τράβαε πρόσκεντρα, μια κονταριά από κάτου του δίνει απ' την ολόιση αφαλωμένη ασπίδα, 260 και την καρδιά του παραλεί· και τρέχοντας κοντά του του κόβει και την κεφαλή στον αδερφό του απάνου. Έτσι τ' Αντήνορα τους γιους, σαν πούτανε γραφτό τους, κάτου να παν τους έστειλε στον Άδη ο Αγαμέμνος.

Είπε, κι' εφτύς μια κονταριά του ζάφτει στην ασπίδα και τ' όπλο του ίσα διάβηκε τη φωτοβόλα ασπίδα 435 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώθηκε τσαπράζα, και ξέσκισε όλη απ' τα πλεβρά τη σάρκα, μα η Παλλάδα μέσα τ' αντρός δεν άφισε τα σωθικά ν' αγγίξει. Ένιωσε εκείνος πως βαριά δεν είτανε η πληγή του, κι' ορμώντας πάλι, μίλησε του Σώκου αφτά τα λόγια 440 «Α σκύλε, τώρα σ' έφαγε το μάβρο φίδι αλήθια!