United States or Barbados ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μέσα απ' τη χούφτα τούφυγε το χάλκινο κοντάρι, του πήγε αλλού το κράνος του, του πήγε άλλου η ασπίδα, κι' η χαλκοπλούμιστη άχησε τριγύρω αρματωσά του. 420

Πώς αραδιάζει ο μάστορης σε τοίχο ολόρθου πύργου πυκνές τις πέτρες, που βοριά να μην τις σπάει δρολάπι, έτσι τα κράνα γράμμιζαν κι' αφαλωμένα ασπίδια. Ασπίδα ασπίδα στήριζε, άντρα άντρας, κράνος κράνος, 215 κι' άγγιζαν τα φουντόκρανα με τους χαλκένιους γρόμπους σα σκύβανε· έτσι στη σειρά πυκνοί σταθήκανε όλοι.

Και βγάζει απ' το κεφάλι εφτύς ο Έχτορας το κράνος και τ' απιθώνει χάμου εκεί καθώς λαμποκοπούσε, κι' όταν το γιο του φίλησε και χόρεψε στα χέρια, στο Δία κι' όλους τους θεούς δεήθηκε έτσι κι' είπε 475 «Περικαλώ σε, Δία μου, θεοί, περικαλώ σας, ας δώσει η χάρη σας κι' αφτός — ο γιος μουμες στους Τρώες όπως κι' εγώ να ξακουστεί, έτσι αντριωμένος πάντα κι' άξιος της Τροίας βασιλιάς.

Τι εφόρουν όμως άλλοτε αι παρθένοι αύται πριν κατοικήσωσι πλησίον των οι Έλληνες δεν ηξεύρω να είπω, υποθέτω όμως ότι τας εστόλιζον με όπλα Αιγυπτιακά, διότι εγώ νομίζω ότι και η ασπίς και το κράνος ήλθον εις τους Έλληνας εκ της Αιγύπτου.

Έτσι είπε, κι' άλλη απ' τη χορδή του τίναξε σαΐτα 300 κατάγναντά του, κι' η καρδιά του ζήταε ναν τον σφάξει· μα δεν τον βρήκε, μον χτυπάει το Γοργοθιό στο στήθος, λεβέντη του Πριάμου γιο, που η μάνα του απ' τ' Αησύμι νύφη ήρθε και τον γέννησε, η ροδοσταλαγμένη Καστιάνειρα, πούχε θεάς κι' όχι γυναίκας κάλλη. 305 Και δίπλα ο νιος την κεφαλή γυρνάει, σαν παπαρούνα π' άνοιξης άθια και καρπό σε κήπο φορτωμένη λυγάει, σαν πιάσει δυνατός νοτιάς και τη φυσήσει· έτσι έγυρε την κεφαλή που βάραινε απ' το κράνος.

Η πληροφορία για τις περικεφαλαίες της εποχής στον πρόλογο του &Ερρίκου Ε'& μπορεί να θεωρηθή ως φανταστική, μολονότι ο Σαίξπηρ θα έχη συχνά ιδή το ίδιο κράνος εκείνο κράνος που τρόμαζε τον αέρα στο Αζινκούρ,

Τότες στη γραμμή παντού τον πήγε ο κράχτης, κι' απ' τα δεξά τον έδειχνε στους βασιλιάδες όλους· κι' αφτοί σαν δεν τον γνώριζαν, όχι είπαν ένας ένας. 185 Μα δείχνοντας τον στη γραμμή παντού, σαν ήρθε τέλος στον άντρα που τον χάραξε και στο χαλκένιο κράνος τον είχε ρήξει, στο λαμπρό τον Αία, τότε απλώνει το χέρι ο Αίαςπάει κοντά και του τον δίνει ο κράχτηςτι με χαρά τον γνώρισε σαν τούδε το σημάδι.

Των θεών βαριά η οργή πλακώνειΤότε ο λεβέντης Πάνταρος γυρίζει και του κάνει «Αινεία, δημογέροντα των αλογάδων Τρώων, 180 σαν το Διομήδη αφτόν εγώ τον απεικάζω σ' όλα, απ' την ασπίδα κρίνοντας κι' απ' το χαλκένιο κράνος κι' απ' τ' άτια· μα καλά θεός κι' αν είναι δεν κατέχω.

Τότε ο Πηνέλας σέρνοντας τη σπάθα τού καθίζει μια δυνατή κατάσβερκα, που κεφαλή και κράνος κύλησαν χάμου αχώριστα, ενώταν μέσα ακόμα στο μάτι τ' όπλο.

Μον μέσα τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλιές σου, 490 στη ρόκα και στον αργαλιό, και βάλε και τις σκλάβες· όσο για πόλεμο που λες, οι άντρες θα φροντίσουν, όλοι κι' απ' όλους πρώτα εγώ, όσοι κι' αν ζουν στην ΤροίαΕίπε, και τότες σήκωσε το κράνος του από χάμου. 495 Κι' η Αντρομάχη κίνησε στον πύργο να γυρίσει, τηρώντας πίσω, κι' έχυνε πικρά και μάβρα δάκρια.