United States or Poland ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχοντας και τη συνήθεια να ρίχνη κατά πίσω την κεφαλή του και να διπλώνη κάπως τον τράχηλο, τον παρονόμασαν Τραχηλά. Φωνή γλυκεία κ' ήμερη, στάσιμο παλικαρήσιο και στρατιωτικό. Ποτές δεν έλειπε το κοντάρι από το χέρι του, καθώς μήτε το κράνος από την κεφαλή του, καταστόλιστο με πετράδια και τριγυρισμένο με την κορώνα· σύστημα που πρώτος το πήρε από τους Ασιανούς.

Μα μιαν αβγή ο Μελέαγρος το σκότωσε, ένας γιος του, τι έμασε κυνηγούς πολλούς από 'να πλήθος χώρες και σκύλους· τι άντρες λιγοστοί πού ναν το κάνουν ζάφτι! 545 τέτιο θεριό 'ταν, κι' έστειλε πολλές ψυχές στον τάφο. Βάζει για αφτό τότε η θεά διχόνια αναμπουμπούλα, για του θεριού την κεφαλή και το τριχάτο δέρμα, κι' εφτύς Κουρήτες κι' Αιτωλοί σ' αρχίζουν το κοντάρι.

Α! εάν σεισμός κατέστρεφε την Ρώμην, εάν Θεός τις εν τη οργή του την κατέρριπτεν εις κόνιν, θα σας εδείκνυον τότε πώς πρέπει να κτισθή μία πόλις, κεφαλή του κόσμου και καθέδρα μου. — Καίσαρ, υπέλαβεν ο Τιγγελίνος, λέγεις: «Εάν Θεός τις εν τη οργή του κατέστρεφε την πόλιν», αυτό δεν είπες; — Ναι. . Και έπειτα; — Δεν είσαι Συ λοιπόν Θεός;

Ωστόσον η θεράπαιναιςτο σπίτι όλα ετοιμάζαν, τέσσεραις, 'πώχει ακούρασταιςτα μέγαρα υπηρέτραις• των πηγών είναι, των δασών, εκείναις θυγατέραις, 350 και των αγίων ποταμών, 'που εις τα πελάγη ρέουν. τούτη με πεύκια πορφυρά, πανεύμορφα, τους θρόνους έστρων', επάνω εις τα λινά λευκότατα σινδόνια• η άλλητους θρόνους έμπροσθεν ολάργυρα τραπέζια έσυρνε, κ' έβαζε εις αυτά χρυσόπλεκτα κανίστρια• 355 συγκέρνα η τρίτη το κρασίολάργυρον κρατήρα, γλυκ' ως το μέλι, και χρυσά εμοίραζε ποτήρια• και φέρν' η τέταρτη νερό και ανάφτει πολλήν φλόγα κάτω από μέγαν τρίποδα με λέβητα οπού λάμπει• κ' εκείνη ως το είδε 'πώβραζε, μ' εμβάζ' εις τον λουτήρα, 360 νερό παίρνει απ' τον τρίποδα τον μέγαν και μου χύνει, ως το γλυκοσυγκέρασε, 'ς την κεφαλή, 'ς τους ώμους, ως 'πώδιωξ' απ'τα μέλη μου τον καρδιοφθόρον κόπο. και άμ' έλουσέ με κ' έχρισε με το παχύ το λάδι, και ωραίαν χλαίνην μ' ένδυσεν η κόρη και χιτώνα, 365το δώμα ευθύς μ' ωδήγησε, κ' εκάθισέ με εις θρόνον, αργυροκάρφωτον, λαμπρόν, κ' είχε υποπόδι κάτω. και νίψιμο η θεράπαινα φέρνει και από προχύτην χύνει εύμορφον, ολόχρυσον, 'ς ολάργυρη λεκάνη, για να νιφθώ• κ' ένα ξυστό τραπέζι βάζει εμπρός μου. 370 και η σεβαστή κελλάρισσα τον άρτον παραθέτει, και απ' όσα φύλαγε φαγιά προσφέρει μου περίσσα. και ανώφελα μ' ανάγκαζε να φάγω• εγώ καθόμουν μ' άλλατον νου, και όλο κακά προέβλεπε η ψυχή μου.

Είτα σηκώσασα το μικρόν σώμα, αφού απέθεσε τούτο επί της λιθίνης κρηπίδος, έκοψε κ' έπιασε την άλλην κορασίδα, την μεγαλειτέραν. Την έδραξεν από το κράσπεδον του φορέματός της, και από τον ένα πόδα, κ' ενώ ετράβα προς τα άνω το σώμα, η κεφαλή έμενε κάτω, όσον το δυνατόν μακροτέραν ώραν εντός του νερού.

Τήρα, απ' το χάρο γλύτωσε ο Έχτορας, και βγήκε ξανά στη μάχη φοβερός, που εμείς κρυφή μια ολπίδα τόχαμε πια πως τούφαγε την κεφαλή του ο Αίας. Μα κάπιος του ξανάδωκε θεός τη γιά του πάλι 290 και γλύτωσε ... τηράτε, αφτός π' αφάνισε πολλούς μας, όπως και τώρα λέω ξανά θα γίνει, τι δε στέκει με τόση αντριά έτσι ολόμπροστα δίχως του Δία γνώμη. Μα ελάτε κι' ότι εγώ σας πω, τώρα έτσι ας κάνουμ' όλοι.

Τ' Άγραφα που τον γέννησαν ομοιάζει το κορμί του, Και την κορφή του Πίνδου μου η άσπρη κεφαλή του, Κρατείτο χέρι του δαυλί με φλόγα.

Επήδων επί των νώτων των σκύλων, ανερριχώντο εις τους ώμους των ανδρών, έδακνον τας ράβδους μέχρις εκριζώσεως των οδόντων, πολλοί δε και ερρίφθησαν κατά του τοίχου μετά τοσαύτης ορμής, ώστε συνετρίβη η κεφαλή αυτών. Ίσως ήτο τούτο αυτοχειρία. Το θέαμα απέβη τοσούτον απεχθές και φρικαλέον, ώστε απέστρεψα τους οφθαλμούς. Η σφαγή παρετάθη επί ημίσειαν περίπου ώραν.

Τώρα η κορασίς είχεν αντί της καλής και πονετικής μητρός την μάμμην με την αφόρητον παραξενιά της, ήτις, ενώ εβεβαίου ότι όλα της επόνουν, κεφαλή, λαιμός, χείρες, πόδες, πλάται, κοιλία, μέση και τα λοιπά, πνιγομένη δε από τον βήχα και γογγύζουσα δυνατά και βάλλουσα κραυγάς αγρίας εφείδετο να δώση εις ιατρούς και φάρμακα, αίφνης ηγείρετο υποβαστάζουσα την κοιλίαν της, εξήρχετο μέχρι της θύρας, έρριπτε βλέμμα εις τον εκτός, κόσμον, κι' έλεγεν·

Γιατί τον βρήκε στο στερνό σφοντύλι, εκεί που σμίγουν 465 ο σβέρκος με την κεφαλή, και τούκοψε τα διο του ποντίκια· και σαν έπεσε, κεφάλια στόμας μύτες έφαγαν χώμα πριν πολύ, πριν σκέλος φάει και γόνα.