United States or Mayotte ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα εγώ όμως τώρα, Πάτροκλε, στερνά σου αφού θα σβύσω, πριν δε σε θάβω, πριν εδώ σου φέρω του Εχτόρου την κεφαλή και τ' άρματα, τ' ατρόμητου φονιά σου, 335 και δώδεκα λεβεντονιούς πριν στη φωτιά σου δίπλα σου σφάξω Τρώες· τι βαθιά με δάγκασε ο χαμός σου.

Αι Αγγλικαί εκδόσεις φέρουσιν ενταύθα ότι εισέρχεται ο Λένωξ και &έτερος λόρδος&. Ο Johnson προέτεινε την διόρθωσιν, την οποίαν παρεδέχθην, αντικαθιστών διά του Αγγλικού τον έτερον λόρδον. Η ένοπλος της πρώτης οπτασίας κεφαλή εξηγείται ως συμβολική παράστασις της κεφαλής του Μάκβεθ αυτού, καθώς αποκεφαλισθησομένου υπό του Μακδώφ. Η δευτέρα οπτασία, το αιματόφυρτον βρέφος, παριστά τον Μακδώφ, όστις

Ήτο, προσθέτει, αποσυρμένη εις την μοναξίαν της κατοικίας της και ποτέ δεν εξήρχετο, πάμπτωχος δε εις τοιούτον βαθμόν, ώστε ο πατριάρχης ήνοιξε κατάλογον συνδρομών, ίνα τη προμηθεύση τα προς το ζην· ο ίδιος συγγραφεύς προσθέτει ότι την 23 Φεβρουαρίου 1822 έφθασε και η κεφαλή του Αλή-Πασσά εις Κωνσταντινούπολιν εντός κιβωτίου. Αραβαντινού εφιλοπόνησα.

Είπε και όλων εκίνησε σφοδρά την προθυμία• 15 κ' η αγοραίς εγέμισαν ευθύς και τα θρονία από το πλήθος• και πολλοί τον γόνον του Λαέρτη τον συνετόν εθαύμαζαν ότι με χάρι θεία τους ώμους και την κεφαλή του λάμπρυνεν η Αθήνη, και όλον τον εμεγάλυνετα μάτια των ανθρώπων, 20 ώστε εις όλους τους Φαίακαις αγαπητός να γείνη, και φοβερός και σεβαστός, και πράξη τους αγώναις, 'ς όσους κατόπ' οι Φαίακες αυτόν εδοκιμάσαν. — και άμ' όλοι αυτού συνάχθηκαν και ομού συναθροισθήκαν, 'ς την μέση τους ο Αλκίνοος τον λόγον πήρε κ' είπε• 25 «Προσέξετ', όλ' οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, να φανερώσω εγώεσάς ό,τ' η ψυχή μου λέγει•το δώμα μου ήλθεν άγνωστος, πλανώμενος ο ξένος τούτος, είτ' ήλθε απ' της αυγής τα μέρη ή από την δύσι• ζητεί προβόδισμ' απ' εμάς και στέρεος να 'ναι ο λόγος• 30 κ' εμείς ας προβοδήσουμεν αυτόν, ως τόσους άλλους• ότι κανείς εδώ ποτέ, 'ς τα σπίτια μου όποιος έλθη, κλαίοντας απροβόδητος πολύν καιρό δεν μένει. αλλάτην θείαν θάλασσαν ολόμαυρο καράβι ας ρίξουμε ολοκαίνουργο, και νέοι πενηνταδύο 35 ας διαλεχθούν εις το κοινόν, όσ' είναι τώρα οι πρώτοι. και αφού καλά προς τους σκαρμούς δέσετε τα κουπία, εβγάτε, και εις το δώμα μου κατόπιν αναιβήτε, να χαρήτ' όλοιτο καλό τραπέζι, 'που ετοιμάζω. των νέων τούτα επρόσταξα• και σεις, οι σκηπτροφόροι 40 οι βασιλείς, εις τα λαμπρά τα μέγαρά μου ελάτε, τον ξένον να φιλεύσουμε• μην το αρνηθή κανένας. και ο αοιδός ας καλεσθή Δημόδοκος ο θείος, ότι ο θεός του εχάρισε του τραγουδιού το δώρο, να τέρπη όπως τον κινεί μέσα η καρδιά να ψάλλη». 45

Ησθάνθη ότι αι κνήμαι του και κατόπιν η κεφαλή του καθίσταντο ψυχραί, ως πάγος, ότι η καρδία του έπαυε να πάλλη και φοβερά μυρμηκίασις διεχύθη εις την ράχιν του. — Σύρα! εχάθηκα . . . δεν γνωρίζω . . . αυτόν . . . αυτόν τον ανδρείον άνθρωπον. — Τω είπον ότι ήσο εδώ και ότι εκοιμάσο, αυθέντα, επανέλαβεν η νεάνις, και απήτησε να σε αφυπνίσω . . . — Ω! Θεοί! . . . . Θα σου κάμω! . . . .

Και ο βασιλεύς το άνοιξε και ευρίσκοντας το πρώτον φύλλον με το δεύτερον κολλημένον έβρεξε το δάκτυλόν του εις το στόμα του διά να το γυρίση με ευκολίαν, έκαμε το ίδιον έως εις το έκτον φύλλον, και πάντοτε έβρεχε το δάκτυλον εις το στόμα διά να γυρίζη τα φύλλα, αλλά γράμματα δεν έβλεπε, και λέγει εις την κεφαλήν· εγώ δεν βλέπω γράμματα διατί; Του απεκρίθη η κεφαλή γύρισε ακόμη μερικά φύλλα.

Κι' ως στο πυργί σαν έφτασε κι' ως στων αντρών τον κύκλο, ρήχνει τα μάτια ... στέκεται... και βλέπει ομπρός στη χώρα που κατά γης τον έσερναν και που γοργά τα ζώα τόνε τραβούσαν ξέγνιαστα προς το καραβοστάσι. 465 Νύχτα τα μάτια σκοτεινή της σκέπασε, και πίσω σωριάστηκε, μες στο λαιμό τής πιάστηκε η ανάσα, κι' έρηξε αλάργα τη λαμπρή δεσιά οχ την κεφαλή τηςστεφάνι και χρυσόχτενο κι' ωριοπλεμένο δίχτυκεφαλοδέτη πούλαβε απ' τη χρυσή Αφροδίτη, 470 τη μέρα νύφη ο Έχτορας π' από του Αητιού τον πύργο την πήρε αφού της χάρισε μύρια στολίδια πλούσια.

Εκ του τριχώματός του ολίγα τινά μόλις περιεσώζοντο λείψανα, φαιά, μελαψά και πυρίκαυστα, η κεφαλή του ήτο σχεδόν γυμνή και κατάμαυρος, η σιαγών του εκρέματο σιελώδης, οι πόδες του μόλις εσύροντο . . . — αλλ' εσύροντο όμως, εκινούντο, περιεπάτουν, και ο μόνος και μονάκριβος κίτρινος οφθαλμός του, ουδέν μαθών ουδ' απομαθών, περιεσκόπει κλοπίως το μαγειρείον, «ζητών τίνα καταπίη», ως ο λέων της Γραφής.

Τώρα εις τα εγκόσμια ουσίαν δεν ευρίσκω· τα πάντα μάταια· νεκρά και η χαρά κ' η δόξα· 'πάγει ο οίνος της ζωήςτο καταπάτι μένει, του πίθου μόνον καύχημα εις το εξής . ΔΟΝΑΛΒΑΙΝ Τι τρέχει; Ποιος εκακόπαθε; ΜΑΚΒΕΘ Εσύ! Εσύ, και δεν το 'ξεύρεις. Του αίματός σου η πηγή, η κεφαλή, η βρύσις, εστείρευσεν! Εκόπηκε το ρεύμα της ζωής σου! ΜΑΚΔΩΦ Τον Δώγκαν, τον πατέρα σου τον 'σκότωσαν!

Και εξηπλώθη πάλιν υπό τα σκεπάσματά του με την καρδίαν ελαφράν και τον νουν ήσυχον, ελεύθερος υποψιών και δισταγμών και τύψεων συνειδήσεως. Ο ήλιος εισερχόμενος απλέτως εις το δωμάτιον τον εξύπνισε μίαν όλην ώραν βραδύτερον του συνήθους. Πρώτην φοράν επί ζωής του συνέβαινε τούτο εις τον τυπικόν καθηγητήν, προς άκραν απορίαν της Φλουρούς. Η κεφαλή του ήτο βαρεία, — έκαιον οι οφθαλμοί του.