United States or Lithuania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατεφίλει κ' έθλιβε το χώμα του τάφου, το έβρεχε με τα δάκρυά του κ' ψιθύριζε κάτι ωσεί το παρεκάλει να δώση και εις αυτόν την ανάπαυσιν την οποίαν έδιδεν εις τον νεκρόν. Μετ' ολίγον τον κατεκυρίευσεν η δίψα και ηγέρθη διά να ζητήση νερό. Ήτο τόσον εξησθενημένος ώστε δεν ηδύνατο να σταθή εις τους πόδας του.

Μ' αφίνει » Και πήγε μεςτην Εκκλησιά » Με εκατό. . . Να γίνη » Σωτήρ μου δεν το ήλπιζα . . . » Να σώση την ζωήν μου.» «'Ξημέρονε Παρασκευή » Κρύα, παταγωμένη, » Γιατί τη νύχτα έβρεχε, » Και είχε πέσει χιόνι »'Ψηλάτου Πίνδου τα βουνά. » Ξυπνάω. 'Ξημερόνει. . . . » Βρισκόμαστε ολόγυρα » Απ την Τουρκιά κλεισμένοι

Κι όσο σ' αυτόν τον ψεύτικο τον κόσμο μας θα ζήσης, Τον Τούρκο, τον αντίχριστο, ποτέ μην αγαπήσης! — Κι απ' τότε ως που μεγάλωσα κάθε χειμώνα βράδυ, Ενώ απ' όξω η αστραπαίς έσχιζαν το σκοτάδι Κ' έβρεχε κ' έρριχνε 'ψηλάτα κορφοβούνια χιόνι Και δεν ακούγονταν ψυχή ούτε η φωνή του γκιώνη, Μ' έπαιρνε η μάνα ς' τη φωτιά κι' άρχιζε να μου λέη Ά, όχι τα συνήθηα Που λεν γρηούλαιςτα μικρά παιδάκια παραμύθια· Μώλεγε λόγια, που κι' αυτή διηγώντάς τα να κλαίη.

Και ο βασιλεύς το άνοιξε και ευρίσκοντας το πρώτον φύλλον με το δεύτερον κολλημένον έβρεξε το δάκτυλόν του εις το στόμα του διά να το γυρίση με ευκολίαν, έκαμε το ίδιον έως εις το έκτον φύλλον, και πάντοτε έβρεχε το δάκτυλον εις το στόμα διά να γυρίζη τα φύλλα, αλλά γράμματα δεν έβλεπε, και λέγει εις την κεφαλήν· εγώ δεν βλέπω γράμματα διατί; Του απεκρίθη η κεφαλή γύρισε ακόμη μερικά φύλλα.

Πόσον δ' υπέφερε κατά το διάστημα τούτο, μόνον αυτή εγνώριζε κ' αι άγιαι εικόνες, προς τας οποίας εσύρετο γονυκλινής όλας τας ώρας της ημέρας και της νυκτός, ζητούσα συγχώρησιν, και τα συζυγικά στέφανα, τα οποία έβρεχε διά των δακρύων της, επικαλουμένη το έλεός των.

Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου.

Έφαγε και παρακάλεσε τη μαμά να πη χαιρετίσματα του «πατεράκη», όπως τον έλεγε, χαδευτικά όταν είταν πολύ χαρούμενος. Όλα τάζανε τις καλήτερες ελπίδες κι ωστόσο δεν μπορούσα να ησυχάσω. Έφτασα στη Στοκχόλμη στις εφτά το βράδι, τη στιγμή που έφευγε το τελευταίο βαπόρι, που μπορούσε να με φέρη σπίτι μου. Τράβηξα λοιπόν ίσια στο ξενοδοχείο, όπου πήγαινα πάντα. Είχε σκοτεινιάσει κ' έβρεχε δυνατά.

Η οφρύς αύτη περιέχει εις έκαστον διάστημα δεκαημέρου πορείας, έν μεταλλείον άλατος πέριξ του οποίου άνθρωποι κατοικούσιν εις οικίας ωκοδομημένας εκ χόνδρων άλατος. Εις τα μέρη ταύτα της Λίβυας ουδέποτε βρέχει, διότι εάν έβρεχε θα ήτο αδύνατον να διατηρηθώσιν οι αλάτινοι ούτοι τοίχοι. Το ορυσσόμενον εκεί άλας είναι δύο ειδών, λευκόν και πορφυρούν.

Κατάχλωμη κι αναμαλλιάρα έτρεξε στο μαγεριό, σαν αφρισμένο κύμα πίσω από το δύστυχο το ναυαγό. Δεν ηύρε την Ασημίνα. Δίπλα ήταν η καμαρούλα που κοιμότανε. Άνοιξε την πόρτα με μια κλωτσιά και στο θέαμα πήγε να τρελλαθή. Η δούλα της πεσμένη προύμυτα, κρατούσε την εικόνα στην αγκαλιά και τη φιλούσε, τη δάγκωνε, την έβρεχε με δάκρυα, και ξεφωνούσε : — Άστρο μου, φως μου, ζωούλα μου!

Παρήτησα την θέσιν μου προτείνων ότι θα εκέρδιζα περισσότερα εργαζόμενος διά λογαριασμόν μου, και υπό την πρόφασιν ότι έσταξαν, όταν έβρεχε, δύο ταβάνια, ανεκαίνισα ολόκληρον την οικίαν μου. Τας τοιχογραφίας ανέθεσα εις Ιταλόν πρόσφυγα, ονόματι Ορσάτην, πρώην σκηνογράφον του θεάτρου της Σκάλας.