United States or Azerbaijan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γνωρίζω μόνο πως όταν παντρεύτηκα είμουνα τόσο νέος, ώστε πίστευα πως η αγάπη μπορεί να προφυλάξη από κάθε δυστυχία του κόσμου κι όταν έβλεπα την Έλσα ολάστραφτη κ' ευτυχισμένη, όταν γυρίζαμε μαζί στα δάση και στα κύματα, όταν έβλεπα πως ο ήλιος τη μαύριζε και το κύμα του καλοκαιριού έβρεχε το λευκό της σώμα, λησμονούσα πως μπορούσε ναρθή η δυστυχία και γελούσα τον εαυτό μου νομίζοντας φανταστικούς τους φόβους μου.

Και το βράδυ πως να κρατηθώ να μην πάω να πω του Βαγγελιού ότι θα πήγαινα στην Καλυβιανή να την παρακαλέσω γιαυτήν κιότι πίστευα να γίνη το θαύμα; Πρέπει να επαναλάβω ότι ο φόβος της αρρώστειας δε μπορούσε να με κυριεύση. Δεν πίστευα ως πραγματικό αυτόν τον κίντυνο, γιατί και δεν τον ένιωθα· πολλάκις κιολότελα το λησμονούσα.

Αλλά την επομένην ημέραν η Χρυσόθεμις λησμονούσα την ύβριν, εζήτησε να τον ίδη και τον ωδήγησε πάλιν εις τον οίκον της. Εδείπνησαν εις την οικίαν της και εκείνη ωμολόγησεν ότι από πολλού είχε βαρυνθή τον Πετρώνιον και ότι η καρδία της ήτο ελευθέρα. Επί οκτώ ημέρας έμειναν ομού. Αι σχέσεις των εν τούτοις δεν εφαίνοντο ότι έμελλον να είναι διαρκείς.

Κύτταξε, κυρά, είπεν ο ανήρ ο συνήγορος της Αϊμάς, κύτταξε να ιδής αν ήνε τα ίδια. Αυτή η νέα φαίνεται φρόνιμη, δεν πιστεύω να σου έκλεψε. — Αυτά είνε τα ρούχα, έλεγε προπετώς η Εφταλουτρού, λησμονούσα ότι δεν ήτο έργον αυτής να βεβαιώση το πράγμα. Αυτά είνε τα ρούχα, τα έκλεψε. — Και πώς πετιέσαι εσύ, γρηά; είπεν ο ξένος. Από πού ξεύρεις ότι τα έκλεψε;

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.