United States or Greece ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τα υπόλοιπα μπερδεύονταν στη μνήμη της: ώρες και μέρες αγωνίας και μυστηριώδους τρόμου όπως όταν έχει κανείς υψηλό πυρετό…. Ξανάβλεπε μόνο το χλωμό και συσταλμένο πρόσωπο του Έφις που έσκυβε για να κοιτάξει καταγής σαν να έψαχνε κάτι χαμένο. « Κυράδες μου, σιωπή, σιωπή!», μουρμούριζε, αλλά ο ίδιος έτρεχε εδώ κι εκεί στο χωριό και ρωτούσε σε όλους εάν είχαν δει τη Λία και έσκυβε να κοιτάξει μέσα στα πηγάδια και κατασκόπευε στις ερημιές.

Και η Αρετή μέσα στον φοβερόν εκείνον ξεκλήρισμα της γενεάς της, απελπισμένη από τη μούχλα και τη σαπίλα που εβασίλευεν ολόγυρα, ρίχνεται στον Θεό, παρακαλεί και λέγει του: Θε μου και κάνε με πουλί, κάνε με νυχτοπούλι, να περπατώ στις ερημιές να κλαίω τους αδερφούς μου! Έτσι έγινε κουκουβάγια η πεντάμορφη. Άλλαξε το είδος δεν άλλαξεν όμως και την ψυχή.

Οι περισσότεροι ήσαν ολιγόλογοι, συνειθισμένοι όπως ήσαν να ζουν με τα ζώα στις ερημιές. Αλλ' ο γέρο τυροκόμος ήξερε πολλά πράμματα. Τραγουδούσε παλαιικά τραγούδια κέλεγε διάφορα παρατσάφαρα, δηλαδή αινίγματα και καθαρογλωσσίδια. Από τα τελευταία θυμούμαι ένα: — Για πε Γιωργιό, μα γλίγωρα γλίγωρα «ο καβρός αυγά 'γλυφε». Εγώ τώλεγα και γελούσαν, γιατί έμπλεκε η γλώσσα μου.

Πήγαινα στο κυνήγι, μόνο για να ζω στη μοναξιά και λησμονούσα το τουφέκι που κρατούσα. Στην πύλη είχα μάθει κάτι θλιβερά τραγούδια της εποχής και στις ερημιές πούτρεχα τα σιγοτραγουδούσα. Αλλ' απ' όλο ταίριαζε στη ψυχική μου διάθεση η «φαρμακωμένη» του Σολωμού. Κιόταν την τραγουδούσα, πάντοτε γέμιζαν δάκρυα τα μάτια μου. Το Βαγγελιό σαν τη φαρμακωμένη θα πήγαινε.

Μούρχεται έτσι να πάρω ένα δρόμο, να πηγαίνω, να πηγαίνω, και να μη σώνεται. Ν' ανεβαίνω και να κατεβαίνω βουνά, ποτάμια να διαβαίνω για να τη σβύσω τη φλόγα μου, σε μαύρες ερημιές να πλανιέμαι και να τρομάζουνε με τους στεναγμούς μου ταγρίμια. Να φεύγουν ταγρίμια, και γω να στενάζω μονάχος, πάντα μονάχος . . . Αρετούλα μου, Αρετούλα, μην το κάμης αυτό το κακό!