United States or Estonia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είχα ρωτήσει γιατί άλλαξε τόσο η γυναίκα μου και δεν το έμαθα. Έλαβα μόνο μιαν απόδειξη της αγάπης της. Κι αληθινά έτσι είναι η αγάπη: δε θέλει τίποτες άλλο παρά τον εαυτό της κι όλα τα ρωτήματα που βάζει δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να της δώσουνε τη βεβαιότητα, που δίχως της δεν μπορεί να υπάρχη.

Γιατί να μην κάμη το Χριστιανισμό σύμμαχό του ο γιος της; Τάχα δεν είταν κι ο πατέρας του ο Κωστάντιος πονετικός με τους Χριστιανούς; Τάχα δεν είχε τριγύρω του χιλιάδες Χριστιανούς στρατιώτες, που μπορούσε να τους κάμη για πάντα δικούς του; Κ' έτσι παίρνει ο Κωσταντίνος τη μεγάλη την απόφαση που άλλαξε τη μορφή του κόσμου.

Ποιος θα μας πη πόσα ρυάκια μάζωξε στο δρόμο; Ποιος θα μας πη, ύστερα από τόσες χώρες που ξέπλυνε, που τα νερά του είναι πάντοτες τα ίδια, που η φύση τους δεν άλλαξε λιγάκι; Πέρασε από τόσα χώματα μέσα, που θα πήραν τα νερά του καινούρια στοιχεία, καινούρια σώματα που δεν είχε πρώτα.

Τους άλλαξε τόνομα, να δήτε που τους άλλαξε και την πίστη. Και βέβαια! Πρώτα λέγουνταν Έλληνες και λάτρεβαν τους αρχαίους τους θεούς. Ήρθε ο Κωσταντίνος και μας τους έκαμε καθολικούς! Να με συμπαθάτε και γελάστηκα, γιατί τότες καθολικούς βασιλιάδες δεν είχε, αφού πριν από τον Κωσταντίνο δεν είχε στον αφτοκρατορικό θρόνο ούτε χριστιανούς!

Αλλ' ο εφημέριος έκαμε λάθος και ήλθεν επάνωτα μεσάνυκτα. Η γραία όμως έλαβε τα μέτρα της και έκλεισε μόνη της πόρταις και παράθυρα. Άρχισε το Μυστήριον. Οι ολίγοι καλεσμένοι ήλθαν όλοι. Άλλαξε τα δακτυλίδια ο εφημέριος. Η γραία μήτηρ είνε ήσυχος. Πόρταις και παράθυρα κλειστά. Μόνον που δεν άκουσε τον πετεινόν.

Κι' αφού το πράμα τώρα αυτό επήρε τέτοιο δρόμο, γιατί, εφοβήθη μήπως σε η μάννα σε σκοτώση, ή μήπως τη σκοτώσης συ, άλλαξε τη βουλή του, γιατ' ήθελε της μάννας σου τη γνωριμιά να κάμης, όταν θα είσαστε κι' οι δυο φτασμένοι στην Αθήνα, κρατώντας μυστικό πως συ γεννήθης από τούτη και είχες τον Απόλλωνα το Φοίβο για πατέρα.

Για να γυρίσω 'θέλησα. Ήμουν προχωρημένος. Έκαμα τέλος 'πόφασι, Να καταβώ ακόμα. Κατέβηκα· και Δαίμονα Βλέπω, από το στόμα Να βγάζη φλόγαις. Έμεινα Αχνός, δειλός, σκιαγμένος. Τον σκιάζομαι! Τον σκιάζομαι! Σκιάζομαι μη με κάψη Μ' εκείν' τη φλόγα πώβγαζεν Απ' το βαθύ του στόμα. Τον σκιάζομαι! Το πρόσωπό Μου άλλαξε το χρώμα, Και την καρδιά μου άρχισεν Ο φόβος να την βάψη. Εκείνος φεύγει.

Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν εκαταποντισθήκαμεν.

Αφτός γρυ από ελληνικά δεν ήξερε, μήτε του έμελε για την Ελλάδα· «πόλιν αντίρροπον της Ρώμης εζήτειΆλλαξε τότες η πρωτέβουσα· δεν άλλαξε ο Καίσαρας.

Έτσι η Ελπίδα πήρε τη θέση της κυρά Πανώριας στο νοικοκυριό· πήρε και το δωμάτιό της. Μα δεν άλλαξε τίποτα από τα σωθέματά του. Τάφηκε όπως τάχε τοποθετημένα η γριά κ' έμπαινε μέσα όπως μπαίνει ο καλός χριστιανός στην εκκλησιά του. Στο παραμέσα κελλάρι έστησε το κρεββάτι του Δημητράκη· τους Μαλαματένιους τους έβαλε από κάτου και φρόντιζε να μην τους λείψη τίποτα.