United States or United Arab Emirates ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μόλις συνήρθα, είδα εσάς γυμνωμένον τσιτσίδι. Αυτό ήτανε το αποκορύφωμα της φρίκης, του τρόμου, του πόνου της απελπισίας. Θα σας πω αληθινά, πως το δέρμα σας είναι πολύ πιο λευκό και πιο ρόδινο από του βουλγάρου αξιωματικού. Αυτή η θέα διπλασίασε όλα τα αισθήματα, που με καταπιέζανε, που με κατατρώγαν. Φώναξα, θέλησα να πω: Σταθήτε, βάρβαροι! Μα η φωνή μου πνίγηκε και τα λόγια μου θάταν ανώφελα.

Εγώ έχασα το θησαβρό μου και δε θα τον ξαναβρώ. Δεν μπορώ πια μήτε να τον κρύφτω μήτε να ζουλέβω. Ναι! θέλησα και γω αγάπη παντοτεινή, μοναδική και γεμάτη. Ξέρω όμως, έμαθα τώρα πως δεν είτανε για μένα. Δε με γέλασε, δε μου είπε, εκείνη τη βραδειά, πως μ' αγαπούσε. Τι να φοβηθώ; Για να φοβάσαι, πρέπει ή να σ' αγαπά ή τουλάχιστο να στο λέη.

Έπειτα προσθέτει: Βασιληά, όταν εσκότωσα το δράκοντα και κατάκτησα την κόρη του Βασιληά της Ιρλανδίας, σε μένα την έδωκαν. Ήμουν κύριος να την κρατήσω, μα δεν το θέλησα. Την έφερα στον τόπο σας και σας τήνε παράδωσα. Μολαταύτα μόλις την πήρατε γυναίκα σας, οι προδότες σας έκαμαν να πιστέψετε τα ψέμματά τους. Απάνω στο θυμό σας, ωραίε θείε και κύριέ μου, θελήσατε να μας κάψετε χωρίς δίκη.

Όταν έφτασα στην Αθήνα, στα 1893, ερχάμενος από τη Θεσσαλία, μόλις κατέβηκα στη Βιχτώρια και παρουσιάστηκε την άλλη μέρα ο Μποέμ, να μου κάμη ιντερβιού. Συνήθεια δεν είναι να δημοσιέβη κανείς τις ιντερβιούδες που γράφουν οι άλλοι για σένα. Μα θέλησα να το βάλω κι αφτό στο βιβλίο μου για κάμποσους λόγους, που θαρρώ κ' έχουνε κάποιο βάρος. Πρώτη φορά τότες από τα 1886, γύριζα στην Αθήνα.

Φυσικά θα είναι περαστικό το πράμα, έλεγα με τον εαυτό μου εκεί που καθόμουνα στο βαγόνι με τα πακέτα μου. Και για να περάσω γληγορότερα την ώρα, άνοιξα τις εφημερίδες μου και θέλησα να διαβάσω. Στην αρχή το κατώρθωσα, γιατί προσπάθησα να πάρω το πράμα όσο το δυνατό ησυχότερα, ώστε να μη με κυριέψη η αγωνία, τουλάχιστο όσο είμουνα στα τραίνο.

Πώς μπορούσα να σωπαίνω για όλα αυτά; Πώς μπορούσα να ξεχάσω πως όσα είχα να πω αληθινά γι' αυτό το πράμα θα 'της δίνανε δίχως άλλο τη μεγαλήτερη ευτυχία; Θέλησα να διωρθώσω μεμιάς το σφάλμα μου και γι' αυτό της θύμησα την ημέρα που είπε πως ήθελε να πιστεύη, να στοχάζεται και να ζη όπως εγώ. — Θέλω να το μάθης μια φορά, είπα. Περάσανε από τότε χρόνια. Ποτέ όμως δεν απαίτησα από σε κάτι παρόμοιο.

Είμαι σαν τον στρατιώτη που πήγε στον πόλεμο: επιστρέφω, αλλά δεν μπορώ να φοράω αυτά τα ρούχα.» «Πες μου τουλάχιστον, πού πήγες;» «Τίποτε το σπουδαίο, θέλησα να γυρίσω λίγο τον κόσμο.

Αλήθεια, πιο μαλακό, πολύ πιο τρυφερό από το κρέας είταν το ξύλο του τραπεζιού. Κρασί έπινα ξύδι. Όταν έφυγα, πλέρωσα και δωμάτιον . Έτσι έγραφε ο λογαριασμός του ξενοδόχου. Ο ξενοδόχος εκείνος δεν μπορούσε να καταλάβη γιατί δε θέλησα να πλαγιάσω στο δωμάτιον . Του φάνηκε πολύ παράξενο. Είναι, φαίνεται, συνηθισμένος· πιο παστρικό κρεββάτι, λέει, δεν υπάρχει.

Με τέτοια λόγια θέλησα να τους καταπραΰνω. 70 εκείνοι έμειναν άφωνοι, και απάντησε ο πατέρας• «γκρεμίσου ευθύς απ' το νησί, όνειδος των ανθρώπων. τι κρίμα τώχω να δεχθώ ή να ξεπροβοδήσω άνδρα, 'που οι μάκαρες θεοί μισούν και κατατρέχουν• γκρεμίσου, αφού 'δω σ' έστειλεν η οργή των αθανάτων». 75 είπε και μ' έδιωξεν ευθύς, κ'εγώ βαρειά βογγούσα.

Μου έδωσε το γράμμα και δε θέλησα να το διαβάσω, να μη θαρρή πως δεν την πιστέβω· εκείνη να μου πη τι είχε μέσα. Με κοίταξε και με πήρε από το χέρι κι ανεβήκαμε λιγάκι, και πήγαμε να καθήσουμε εκεί απάνω, στη θάλασσα μπροστά. Καθήσαμε στην ίδια θέση που την είχα φιλημένη πρώτη φορά. Έλεγε σε δυο ώρες να βραδυάση κι αργοπορούσε. Άστραφτε το καλοκαίρι.