United States or Singapore ? Vote for the TOP Country of the Week !


Απάντησ' ο θεόμορφος Θεοκλύμενος εκείνου• «Απ' την πατρίδα μ' έφυγα κ' εγώ, 'πώχω φονεύσει εντόπιον• κ' είναι αυτάδελφοι πολλοί και συγγενείς του 'ς τ' Άργος τ' αλογοβόσκητο, των Αχαιών οι πρώτοι. αφού τον χάρον απ' αυτούς επρόφθασα να φύγω 275 ζορίζομαι, ως μου μέλλονταντον κόσμο να πλανώμαι. εξόριστος σού πρόσπεσα και πάρε μετο πλοίο, μη με φονεύσουν κ' ήδη αυτοί, θαρρώ, με κατατρέχουν».

ΝΕΑΝΙΑΣ και μετ' ολίγον Α' ΓΡΑΥΣ και ΝΕΑΝΙΣ Αχ! είθε να μπορέσω κοντά στη νηά να πέσω, προτού μου 'ρθούν για πλάκωμα γρηές και κουτσομύτες. Αυτό δεν υποφέρεταιελεύθερους πολίτες! Ας έμβω να κρυφθώ εδώ, και τι θα κάνη να το ιδώ. ΝΕΑΝΙΑΣ Δώστε, θεοί, την ώμορφη κοπέλλα ναύρω μόνο, που τόσο ρούφηξα κρασί κ' από τον πόθο λειώνω. Ενόμισε πως έφυγα, και μέσα τώρα μένει. και γι' αυτόν εγώ μιλούσα!

Όταν η είδησις εκείνη έφθασε, μου φάνηκε σαν να εγίνουνταν γύρω μου φως. Μια τελευταία ελπίδα ζωής καλής, ζωής ωσάν εκείνη που ζήσαμε μαζή της πρώτες μέρες του γάμου μας, μου φάνηκε σαν να φωτοβολούσε στην ψυχή μου. Δεν έχασα καιρό. Έφυγα αμέσως. Κ' έφθασα εδώ την πρώτη μέρα των αγώνων Κ' αμέσως χωρίς στιγμή ν' αφήσω, έτρεξα στο Στάδιον. Μ α ρ ί α. Κ' ήσουν εκεί!

Μπορούσα να μείνω με δεμένα τα χέρια βλέποντας σ' αυτή την κατάστασι εκείνη που, αθώα, κινδύνευσε μολαταύτα να χάση τη ζωή της; Έφυγα μαζύ της στα δάση.

Ήμουν προ ολίγου εις του Ευκράτους του εγκρίτου, όπου ήκουσα τόσα απίθανα και μυθώδη, ώστε, χωρίς να περιμένω το τέλος των λεγομένων, έφυγα, διότι δεν υπέφερα τας υπερβολάς τας οποίας ήκουα• ως Εριννύες με κατεδίωξαν τα πολλά τερατώδη και παράδοξα, τα οποία ελέγοντο υπό των εκεί ευρισκομένων.

Έσβησα το φως κοντά στο κρεβάτι της κ' έφυγα σιγά από την κάμαρα. Η καρδιά μου είτανε γεμάτη ευγνωμοσύνη για όλα όσα είπε. Είτανε σα να μου έδωσε ένα θησαυρό να τον φυλάξω στην ανάμνηση. Την ίδια στιγμή που συλλογίστηκα αυτό, είδα καθαρά πως άρχισα κιόλα να τη γυρεύω στην ανάμνηση. «Θα τη χάσω», συλλογίστηκα.

Εκεί έφυγα και γλύτωσα, τι μ' όλους τους θυμούς του 260 σταμάτησε από σεβασμό, μη χολοσκάσει η Νύχτα. Τώρα άλλη πάλε αφτή μου λες δουλιά άπρεπη να κάνω

Ο αρχηγός μας είνε πολύ τίμιος άνθρωπος. Και η γυναίκα του είνε καλής ψυχής. — Σ' ευχαριστώ, είπεν ο Μάχτος. Και ο φρουρός απεμακρύνθη. Εν τούτοις ο Μάχτος έμεινε καρτερικώς μέχρι της πρωίας εις την θέσιν του. Ότε ανέτειλεν η ημέρα, ο αυτός φρουρός, αφού αντικατασταθείς εκοιμήθη και εξηγέρθη, τον είδε, τον ανεγνώρισε και τω είπεν·Ακόμα εδώ είσαι; — Έφυγα, απήντησεν ο νέος, και πάλιν ήλθα.

Ο βίος όμως αυτών είνε φαυλότατος, γεμάτος από αμάθειαν, θράσος και ασέλγειαν, πράγμα το οποίον αποτελεί όχι μικράν ύβριν εναντίον μου. Εξ αιτίας αυτών, πατέρα, έφυγα από τον κόσμον. ΖΕΥΣ. Τα παράπονά σου είνε σοβαρά, κόρη μου. Αλλά εις τι προ πάντων σ' επείραξαν; ΦΙΛ. θα ίδης αν είνε μικρά όσα μου έχουν κάμη.

Επάνω εις αυτήν την βεβαίωσιν έπεσα εις τα γόνατα της Ρετζίας, χωρίς να χάσω καιρόν· Αχ βασίλισσά μου, της είπα· εσύ είσαι το λοιπόν εκείνη που βλέπω, τον καιρόν που με κανένα τρόπον δεν ήλπιζα να σε ξαναϊδώ; είμαι υπόχρεος διά ταύτην την χάριν εις την αγάπην ετούτου του μεγάλου φιλοσόφου, που με την τέχνην του με έκαμε να ανταμώσω την αγάπην μου και την χαροποίησιν μου· γνωρίζεις εις εμέ εκείνον τον νέον, που επαραστάθη έμπροσθεν σου εις μορφήν του περιβολάρη; και που δι' αγάπην σου εκαταντήθηκα να περάσω διά κασιδιάρης; εσύ ηξεύρεις με τι βαρβαροσύνην έκαμες να με σύρουν από το παλάτι σου έξω, οπόταν εκατάλαβες πως ήμουν μεταμφιεσμένος, και με ποίαν καλήν τύχην έφυγα τον σκληρόν θάνατον, που από αιτίαν σου μου ήθελε δοθή· και με όλες αυτές τες σκληρότητές σου δεν αφέθηκα που να σε αγαπώ.