United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα να! ο πατέρας πείσμωσε και γνώση πια δεν ξέρει, 360 ο έρμος! πάντα ανάποδος και ποθοχαλαστής μου. :Και τα ξεχνάει πόσες φορές του γλύτωσα το γιο του, τότε ο Βρυστιάς που μ' αγγαριές συχνά τον τυραγνούσε; Εκείνος τότε κλαίγουνταν προς τους θεούς, κι' εμένα ναν τον βοηθήσω μ' έστελνε οχ τα ουράνια ο Δίας. 365 Μα εγώ ας τα γνώριζα όλα αφτά, και τ' ανηλιού όταν τ' Άδη το σκύλο κάτου στάλθηκε να φέρει οχ τη θολούρα, δε γλύτωνε απ' την άπατη της Στύγας καταβόθρα.

Κ' έτσι δεν άφησε μήτε τον ήσυχο και τον καλό Σύλλογο να κάμη ταθώο του το Συνέδριο, που το χαίρουνταν και το πρόσμεναν όλοι. Δεν έβγαλα το λόγο μου κ' ίσως γλύτωσα τότες από κάμποσα που θάκουα ο ίδιος, — μόνο που θάκουαν τη γλώσσα μου οι Πολίτες. Ωςτόσο δεν το πιστέβω. Θυμώνουνε, σα με διαβάζουνε σαν τους τα διαβάζω, λένε πως μιλώ σαν που μιλεί όλος ο κόσμος, γιατί δεν τα βλέπουνε τυπωμένα.

Είδε, λέει, η Καλαφάταινα εψές όνειρο, και πήγε ο άγιος του Μοναστηριού και της είπε· «Εγώ που γλύτωσα το κορίτσι σου, εγώ πρέπει και να το πάρω». Κι από την ώρα που ξύπνησε η Καλαφάταινα, μ' αυτό τόνειρο έχει να κάνη. Και το πήραν απόφαση να τη στείλουνε γλήγορα, πρι να ξανάρθη ο άγιος και της κάμη της Καλαφάταινας κανένα κακό». Μ' αποσβόλωσαν τα λόγια του γέρου. Άνοιξε η γης και με κατάπιε.

Αλλά ο Θεός μας λυπήθηκε. Τον ικετεύσαμε, έσωσε τη Βασίλισσα και ήτανε δικαιοσύνη που την έσωσε. Κι' εγώ επίσης πήδησα από έναν ψηλό βράχο, και γλύτωσα με τη βοήθεια του Θεού. Τι έκανα έπειτα το αξιοκατάκριτο; Η Βασίλισσα ήτανε παραδομένη στους λεπρούς, έτρεξα να την βοηθήσω, και την επήρα.

Θεοπάλαβε, του φώναξε ο Αγαθούλης, σε γλύτωσα από τα κάτεργα, πλήρωσα την ξαγορά σου, πλήρωσα την ξαγορά της αδερφής σου, που έπλυνε πιάτα, που είναι άσκημη κ' έχω την καλωσύνη να την κάνω γυναίκα μου κ' έχεις την απαίτηση ακόμα ν' αρνιέσαι. Θα σε ξανασκοτώσω, αν υπακούσω στην οργή μου. Μπορείς να με σκοτώσης άλλη μια φορά, αλλά δε θα παντρευτής την αδερφή μου, ενόσω εγώ ζω! &Συμπέρασμα&

Αλλά οι καρδιές τους δεν ήταν τόσο σκληρές όσο φαινόντουσαν, και τα δάκρυα και οι προσευχές μου τους λύγισαν. Εγκατέλειψε αμέσως το βασίλειο, είπε ο δήμιος τελικά, «και πρόσεξε ποτέ να μην ξανάρθεις, γιατί δεν θα χάσεις μόνο εσύ το κεφάλι σου, αλλά και εμείς». Τον ευχαρίστησα με ευγνωμοσύνη και προσπάθησα να αυτοπαρηγορηθώ για το χάσιμο του ματιού μου, σκεφτόμενος από τι γλύτωσα.

Αφόντας σκλαβωθήκαμαν τι δρόμο πήρε ο αφεντικός μου και η φαμίλλια του δεν ξέρω. «Αφού γλύτωσα, τράβησα δρόμο κατά τη θάλασσα. Ύστερα από πολλές μέρες έφτασα σ' ένα λιμάνι, μπήκα μέσα σ' ένα καράβι φράγκικο και μ' έβγαλε στην Αλεξάντρα. Απέκει τράβησα πάρα μέσα. Έκατσα τέσσαρα- πέντε χρόνια και, δόξα τον Θεό, απόλαψα πολλά ολίγα χρήματα, και κίνησα νάρθω στην Πατρίδα.

Εκεί έφυγα και γλύτωσα, τι μ' όλους τους θυμούς του 260 σταμάτησε από σεβασμό, μη χολοσκάσει η Νύχτα. Τώρα άλλη πάλε αφτή μου λες δουλιά άπρεπη να κάνω

Είμαι άτυχος άνθρωπος, μου είπε. «Την ανομίαν μου γινώσκω και η αμαρτία μου ενώπιόν μου εστί διά παντός». Αλλά δε φταίω κ' εγώ. Η τύχη με κατατρέχει Να με σώσης και τούτη τη φορά. Να με πάρης μαζί σου, να ησυχάσω, στάγια χώματα. Τον πήρα. Δε γλύτωσα την πλημμύρα... — Να κυττάξης να ησυχάσης τώρα, του είπα. Να μη σε μέλλη αν κλέβη ο δήμαρχος κι' αν μαλλώνη ο βουλευτής με τον εργολάβο.

Πώς ήταν τούτο το καλό; Κάθισμα φέρε, Ευνόη, και βάλε και προσκέφαλο. ΓΟΡΓΩ Ωραία! ΠΡΑΞΙΝΟΗ Κάθισε τώρα. ΓΟΡΓΩ Τι τράβηξα ως που νάρθω εδώ! πώς γλύτωσα δεν ξέρω. Τι κόσμος και τι άμαξες! ένα σωρό στρατιώτες· όπου κι αν στρέψης για να 'δής, παντού χλαμύδες βλέπεις. Κι ο δρόμος είν' ατελείωτος και το δικό σου σπίτι ώρες μακρυά απ' το σπίτι μου.