United States or Latvia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ξανανέβηκε ως εκεί νανταμώση τον Κυρίαρχο της Ανατολής, το Λικίνιο, φτασμένο τώρα για να πάρη την αδερφή του Κωσταντίνου, την Κωσταντία, να κανονίσουν κι όσα ζητήματα έμνησκαν ακανόνιστα.

Θάχω πάντα, σ' όλη μου τη ζωή, ζωντανή στη μνήμη μου τη φριχτήν ημέρα, που είδα να σκοτώνουν τον πατέρα μου και τη μητέρα μου και να βιάζουνε την αδερφή μου.

Δεν ήταν όχι ο Χάρος της γης, ο χαλαστής και σωτήρας άγγελος. Ήταν η Γοργόνα του Αλεξάντρου η αδερφή, που έκλεψε το αθάνατο νερό και γυρίζει ζωντανή και παντοδύναμη. Η Δόξα ήταν του μεγάλου κοσμοκράτορα, αγέραστη κ' αιώνια σε στεριά και θάλασσα. Και μόνον για εκείνης τον ερχομό έχυσεν ο Πόλος άφθονο το σέλας του, να στρώση τον αιθέρα με της πορφύρας το χρώμα.

Το νερό πετάχτηκε δυνατά, και τα ρούχα της Ιζόλδης έγιναν μουσκίδι: απάνω από τα γόνατα ανέβηκε η κρυάδα. Άφησε εκείνη μικρή φωνή, και σπηρούνισε το άλογό της γελώντας τόσο δυνατά και καθαρά ώστε ο Καερδέν τρέχοντας πίσω της, την ερώτησε: «Ωραία αδερφή, γιατί γελάτε; — Για μια ιδέα που μου ήρθε, ωραίε αδερφέ.

Δ ί α ς Ο μεγαλήτερος από τους δώδεκα θεούς και Βασιλιάς των θεών. υγιός του Κρόνου και της Ρέας. άρπαξε το θρόνο του πατέρα του. επήρε για γυναίκα του την αδερφή του Ήρα. απόχτησε πολλά τέκνα και με ταύτη, και μ' άλλαις πολλαίς. εγέννησε από το κεφάλι του την Αθηνά, εκατοίκαγε στον Όλυμπο· επολέμησε με τους Τιτάνες, και τους εκατατρόπωσε, και αποκαταστάθηκε Κύριος του Κόσμου· Α θ η ν ά

Ύστερα ήτον ακόμα νιος, και δε θα τον εβάρενε το σερβίρισμα των καφέδων του. Στην αυλή του σπιτιού του λοιπόν είχε στήσει τον καφενέ του ο Ζώης ο Αζώηρος. Αυτός εσερβίριζε τους μουστερίδες κ' η αδερφή του, η Κυρά Τσεβούλα, έβραζε τους καφέδες.

Μας τόχει πη εμάς ο γιατρός• τον αρώτησε η αδερφή μου- Σαν άκουσ' έτσι η Βεργινία πάγωσε όλη· ο λάρυγγας της έκλεισε· τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα, θόλωσαν, οι βολβοί γυρίσανε μέσα και φάνηκε όλο τασπράδι. . και σωριάστηκε χάμω, άσπρη σαν το σεντόνι, απάνω στο σωρό των σκουπιδιών που έλαμπαν- Έμπηξε η Κερ-Αριστείδαινα τις φωνές και βγήκε η αδερφή της με τις κόρες της κ’ έτρεξαν και κάτι άλλες γειτόνισσες και τη μπάσανε σπίτι της και με τριψίματα και ξύδια, έπειτα από κάμποση ώρα, τη συνεφέρανε.

Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία; — Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος. — Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός. — Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης. Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί.

Χαρά στον που τώχει ειπή! Ενθύμησες είνε και τα &Πεζογραφήματά& μου. Τ' ανοιξιάτικα πρωινά, οπώβγαινα χαραγή για το γάλα, γύριζα κάποτες από τον καφενέ του Ζώη τ' Αζώηρου. Στην Καραβατιά, κατά τα Δυο τ' Αδέρφια, είχεν ο Ζώης ο Αζώηρος τον καφενέ του. Είχε συγυρίσει σε τόπον καφενέ το ίδιο το σπίτι του που καθότουν αυτός, χήρος κι άτεκνος, με τη μεσόκοπην αδερφή του, την Κυρά Τσεβούλα.

Τότες ήτον οπούχε βάλειτο νου του για ν' αρχοντέψη ο Ζώης. Έπιανε και παράν αλήθια με την τέχνη του. Επάντρεψε μιαν αδερφή του. Επαντρεύτηκε κι αυτός κόρη νοικοκυροπούλα με προικιό, και τώρα... ποιος τον κουβέντιαζε! Η μάνα του, ζούσε η κακομοίρα, κ' η δυο η αδερφάδες του, δεν είχανε που να τον βάλουν.