United States or Hong Kong ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΧΟΡΟΣ Ώ, δεν υπάρχει, δεν υπάρχει τρόπος τον θάνατό μου πεια να τον γλυτώσω• γιατί του Βάκχου το κρασί εκείνο, όπου ηθέλησααυτόν να δώσω, εφανερώθη που είχε τη σταγόνα τη Φονική, που εχύθη απ' τη Γοργόνα. Αχ! είναι ολοφάνερο, πως τώρα του Άδη εμείς θα γίνουμε τροφή• η συφορά για μας, και στην κυρά μας μέσα στους βράχους η καταστροφή.

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

Δεν παίρνει μόνον άρματα φονικά, δοξάρια και σαγίτες, σπαθιά και απελατίκια· μα και τροφές, βρώσι και πόσι για ξεγέλασμα. Παίρνει κρέαταβόδια ολάκερα· παίρνει ψωμιάφούρνους αδαπάνητους· παίρνει κρασιάβαρέλια χιλιοστέφανα. Και βάνει πλώρη ίσα κατά το νησί. — Ή σώνω το λαό μου ή εγώ χάνομαι· λέγει αποφασιστικά. Γοργόνα την λέγουν οι ναύτες αλλά μοιάζει με σαλαμάντρα.

Κι' ένας σοφός μεγάλος κάθε σοφήν γαλιάνδρα την παραβάλλει μ' ένα φτειασιδωμένον άνδρα. Κι' εγώ σαν 'δώ γυναίκα, δι' όλης της ημέρας να έχη την σοφίαν ως μόνον της αγώνα, μου φαίνεται πως βλέπω περίεργόν τι τέρας, πούναι μισό γυναίκα και το μισό Γοργόνα.

ΘΑΪΣ. Πώς δεν τον θυμάμαι; Δεν είνε αυτός που διεσκέδασε μαζή μας πέρυσι στην εορτήν των αλωνιών; Τι θέλεις να μου πης; διότι κάτι φαίνεται ότι σου συμβαίνει. ΓΛΥΚ. Η Γοργόνα η παμπόνηρη, που μούκανε τη φίλη, μου τον πήρε. ΘΑΪΣ. Και τώρα σ' αρνήθηκε κ' έπιασε ερωμένην την Γοργόνα; ΓΛΥΚ. Ναι, Θαΐ, και δεν ξέρεις τι κακό μου έκαμε αυτό το πράμμα.

Μα καθώς εσήκωσα τα μάτια σύγκρυο μ' έπιασε. Καλά το έλεγαν οι γέροντές μας. Τι ο διπίθαμος Αράπης! τι Γοργόνα και τι Άριστος! Τούτο είνε το θαύμασμα! Οι ρίζες του μελαψές, λεπιδοντυμένες έσφιγγαν Βριάρεως χέρια το μάρμαρο, έμπαιναν στις σχισμές, εβύζαιναν τους μαστούς, αγκάλιαζαν τ' αγκωνάρια, εγάτζωναν τις ποδιές του ένα σώμα θαρρείς και μια δύναμις ακαταγώνιστη.

Όταν δε το κήτος επήρχετο πολύ φοβερόν διά να καταπίη την Ανδρομέδαν, ο νέος διά μεν της μιας χειρός του κατέφερε την σπάθην, διά δε της άλλης επιδεικνύων την Γοργόνα το απελίθωσε• και το κήτος απέθανε και απελιθώθη συγχρόνως, άμα είδε την Μέδουσαν.

ΙΩΝ Τι είνε; πράματα πολλά υφαίνουνε η παρθένες, ΚΡΕΟΥΣΑ Είν' άβολο, και φαίνεται του αργαλιού η σαγίτα. ΙΩΝ Μ' αυτά δεν με γελάς εσύ• απάνω του τι έχει; ΚΡΕΟΥΣΑ Μέσ' στο στημόνι του πανιού Γοργόνα είν' υφασμένη. Ώ Ζευ! ποιά μοίρα μου λοιπόν με κυνηγάει τόσο! ΚΡΕΟΥΣΑ Και έχει φείδια γύρωθε στο σχήμα της αιγίδος. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ! το πανί που ύφανα σαν ήμουνα παρθένα!

Έπειτα πάλιν παρουσιάζεται ο Περσεύς εις τα προ του φόνου του κήτους κατορθώματά του και φαίνεται αποκόπτων την κεφαλήν της Μεδούσης, ενώ η Αθηνά τον σκεπάζει με την ασπίδα της. Ο Περσεύς κάμνει το ανδραγάθημα χωρίς να το βλέπη, διότι παρατηρεί την Γοργόνα επί της ασπίδος ως εις κάτοπτρον, γνωρίζων ότι, αν την ητένιζε κατ' ευθείαν, το αποτέλεσμα θα ήτο ν' απολιθωθή.

Άξαφνα ακούμε μια φωνή από μακρυά σαν τρόμπα-μαρίνα. Τι φωνή ήταν εκείνη; Ακόμα βουίζουν ταυτιά μου. «Ζη ο Μέγας ΑλέξανδροςΚερώσαμε όλοι. Άξαφνα σα φώτησι Θεού να μου ήρθε. Μια και δυο απάνω στο άλμπουρο. Παίρνω μια δυνατή ανάσσα και φωνάζω με όλη μου τη δύναμη. «Ζη και βασιλεύειΚαι πάλι τα ίδια. Τρεις φορές η Γοργόνα, τρεις κ' εγώ. Και περάσαμε.