United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πολλάκις της ημέρας κατερχομένη εις το δωμάτιον παρεκάλει, ηπείλει, έλεγεν ό,τι αι αισχραί επιθυμίαι της υπηγόρευον, επεδείκνυε στήθη καλλίμαστα και ροδοκόκκινα, βραχίονας ευπαγείς και λευκούς, μηρούς και κνήμας εξαισίου πλαστικότητος, προσπαθούσα διά των θελγήτρων της να τον σύρη εις εαυτήν.

Ο δε ποιμήν εξηκολούθει: — Με μίαν σκούνα, με μια έμορφη γυναίκα εγγλέζα, ξανθή και ροδοκόκκινη, — σπηκ ίγγλισσ; — παρενέβαλε σαρκάζων ο ποιμήνμε δύο παιδάκιανα του ζήσουνένα αγοράκι και ένα κοριτσάκιζευγαράκιδεν σου μοιάζουν διόλου, — ροδοκόκκινα και ξανθά. Καλώς τα δέχθηκες τα φαντάσματα, ήλθα ξαργού, να σου το πω και να πάρω τα συχαρίκια, μη τύχη και φοβηθήτε πάλιν.

Όταν έχη κανείς τοιούτον πιστόν και αχώριστον φίλον, ευρίσκεται δε εις την ηλικίαν εκείνην κατά την οποίαν και η θλίψις είνε της στιγμής, ως μία ρυτίς επί της επιφανείας λίμνης, τα πάντα δύναται να λησμονήση. Εξηκολούθησε λοιπόν ο αυτός βίος διά τα δύο παιδία, δίδυμα αδελφάκια, παχουλά, ροδοκόκκινα, υγιέστατα.

Κ' είχε και κάτι μικρούτσικα αυτάκια ροδοκόκκινα σαν κορίτσι και τα δόντια του, όταν γέλαγε, ασπρίζανε σαν το ρύζι κάτω απ’ το μαύρο μουστακάκι, το άστριφτο ακόμα, που δεν εννοούσε να μεγαλώση: έτσι έλεγε μέσα της κάθε φορά που τον κύτταζε με λαχτάρα και θαυμασμό για τα τόσα νιάτα, η άμοιρη η γυναίκα του.

Θυμόταν το γιατρό με τα γυαλάκια του, με τα γενάκια τα ξανθά, γυαλιστερά και μοσχομυρισμένα από πουμάδες και κομμένα κάτω στα ίσα, ολόγυρα στο πλατύ άσπρο πρόσωπο με τα ροδοκόκκινα μαγουλάκια. Τι σαχλός που ήτον! Κ’ έκανε και το νόστιμο· κι όλο γελούσε για να φαίνονται τα δόντια του· κι όλο ακκουμπούσε στο μπαστούνι του με την ασημένια γοργόνα για να δείχνη τα παχουλά του τα χέρια.

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.