United States or Andorra ? Vote for the TOP Country of the Week !


Διά τούτο ο Μπάρμπα-Σταύρος πληρώσας το ποτήριον του ποιμένος οίνου εκλεκτού, πληρώσας και άλλο ιδικόν του, ίνα διά του ηδέος ποτού ωθήση προς τον παμφάγον στόμαχον την εκχειλίζουσαν οργήν του, εκραύγασε μετά ψυχρότητος μεν γελών, πλην γελών όμως: — Καλή χρονιά, κολλήγα, εσύ νάσαι καλά και τα θηλιάσματα, και γουρνόπουλα όσα θέλεις έχουμε.

Αυτή πάλιν αντιλαμβάνεται τα κοινά αισθητά αντικείμενα, ήτοι στάσιν, κίνησιν, αριθμόν, σχήμα και μέγεθος, τα οποία καλούνται κοινά, διότι είναι αντιληπτά αμέσως υπό της κοινής αισθήσεως και εμμέσως υπό των ατομικών αισθήσεων. Πάλιν αι ατομικαί αισθήσεις δίδουσιν ημίν χρώμα, ήχον κλπ., αλλά δεν διακρίνουσι μεταξύ ηδέος λ.χ. και λευκού, ούτε διαστέλλουσι διαφόρους βαθμούς πικρίας.

Καλέ αυτά είναι δικά μας! ανέκραξεν η κόρη, προπέμψασα την επιφώνησίν της δι' ηχηρού παραδόξως ηδέος και αρμονικού γέλωτος. Δεν είναι άλλοι επιβάται πλέον. Ο πλοίαρχος το είπεν. Άμα αναβιβάσουν τα κιβώτιά μας, αναχωρούμεν. — Και πόσοι είσθε λοιπόν εσείς; Ηρώτησα εγώ τότε μετ' ανεξηγήτου απορίας. — Τρεις! Είπεν η κόρη αφελώς. Τρεις και οι υπηρέται. — Και πόσους υπηρέτας έχετε λοιπόν;

Εάν δε υπάρχη η αισθητική, θα υπάρχη και η ορεκτική• διότι η όρεξις είναι επιθυμία, πάθος και βούλησις. Πάντα δε τα ζώα έχουσι μίαν τουλάχιστον εκ των αισθήσεων, την αφήν. Αλλά το έχον αίσθησιν έχει και ηδονήν και λύπην, και τα πράγματα αισθάνεται ότι είναι ηδέα και λυπηρά, τα δε έχοντα ταύτα έχουσι και επιθυμίαν, διότι η επιθυμία είναι όρεξις του ηδέος.

Αλλ' ο γέρων πνευματικός, παρών εκεί, την ενεκαρδίωνε· και όταν κατόπιν συνήλθον ομού πάντες οι ταξειδιώται και περιεκύκλωσαν την γραίαν καπετάνισσαν, τα δύο εγγονάκια της, ροδοκόκκινα και ξανθά, μετ' απορίας παρετήρουν κ' εξήταζον τον κατάμαυρον και ασυνήθη της μάμμης ιματισμόν, σύροντα περιέργως τας άκρας της μαύρης μανδήλας της· και ότε η νύμφη της η εγγλέζα, διά νευμάτων, αγνοούσα την γλώσσαν, την περιέθαλπε την πολύπαθη πενθεράν, τόσον θερμώς και τόσον εκφραστικώς, ως εάν ωμίλει την γλώσσαν της και καλλίτερα μάλιστα· και όταν ο υιός της, ο καπετάν- Γιαννάκης, ένδακρυς ανελογίζετο το πολυτάραχον παρελθόν κ' εν γένει, όταν η γραία Καπετάνισσα ανέκτησεν όλον το θάρρος της και την γαλήνην της ψυχής της, και ήρχισε ν' αναπολή και να διηγήται περί του μακαρίτου καπετάν-Τσούρμα του Παπαργυρού, και περί του οικτρού αυτού τέλους με βαθύτατον της καρδίας της πόνον, ώστε να κλαύσουν όλοι, ο γέρων πνευματικός, κατακόκκινος πάντοτε, από την κούρασιντις οίδενδεικνύων και την ωραίαν σκούναν, η οποία μακρά, με χρυσά κορζέτα, αλλά χωρίς άσπρο μπούρδο, κατάμαυρος πλέον, εκαμάρωνεν εγγύς του μεγάρου, ενώ το κύμα προσκρούον ηρέμα εις τα μαύρα πλευρά της απετέλει ελαφρόν ψόφον ως θρήνου ηχώ μακρυνήν, πλην ηδέος θρήνου, ξεκουράζοντος θρήνου, είπεν ιεροπρεπώς: — Μόνον όποιος πεθάνη, δεν γυρίζει 'πίσω, κυρά-Καπετάνισσα.