United States or Japan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλά παρ' ελπίδα, μετ' ολίγα λεπτά, ευρέθη αντιμέτωπος του Γιάννη του Λυρίγκου, βαδίζοντος προς την οικίαν του. Ούτος είχεν εξυπνήσει την συνήθη ώραν, κ' επήγαινε προς το καλύβι, ίσως διά να κράξη προς συνεργασίαν την πενθεράν του, όπως και την προλαβούσαν πρωίαν.

Ο Μανώλης, ιστάμενος παρά τον ξύλινον στύλον, όστις υπεβάσταζε την στέγην, την παρετήρει ως να την έβλεπε πρώτην φοράν η δε Πηγή τόσον είχε σαστίση, ώστε επηγαινοήρχετο ζητούσα διά την μέλλουσαν πενθεράν της καθέκλαν, ενώ ήσαν δύο προ αυτής. — Άδικο θάχε δα, Μανώλη, ο Στρατής αν ερχόνταν αυτή την ώρα; είπεν η Σαϊτονικολίνα. — Ας ερχόντανε, απήντησε με προκλητικόν πείσμα ο Μανώλης.

Ο Λαλεμήτρος είνε μεγαλέμπορας, και πάειτην Σύρα, να ψωνίση. Αλλ' οι γείτονες είνε οχληροί πάντοτε, όταν δ' εσχημάτισαν την πεποίθησιν ότι ο Λαλεμήτρος δεν θα επανέλθη, έγειναν αυθάδεις· ήρχισαν να διαδίδωσι πολλά, ότι εμάλωσε με την πενθεράν του, ότι εμουφλούζεψεν, ότι άφησε την γυναίκα του, ότι πάγει πάλιν εις την Αμερική και έλεγον προς την γραίαν μετά σαρκασμού: — Πες αλεύρι;

Αλλ' όταν είδε την πενθεράν του να φωνάζη και να χειρονομή τόσον μακράν, ώστε δεν ηδύνατο ν' ακούη τι αυτή έλεγεν, οδηγούμενος μόνον από την διεύθυνσιν των χειρονομιών της, είδε την Φραγκογιαννού να φεύγη προς το μέρος του δάσουςτότε, έτρεξε προς το μέρος εκείνο, κ' εφώναξε μεγάλη τη φωνή προς την Φραγκογιαννού·Τι είναι; . . . Τι τρέχει;

Τέλος, μικρόν προ του μεσονυκτίου, ότε είχεν αρχίσει να γίνεται ανάγνωσις του πανηγυρικού της ημέρας, ενώ ο Αγάλλος είχε κινηθή να εξέλθη του ναού διά να πυρωθή ολίγον εις το έξωθεν αναμμένον πυρ, κ' εσυλλογίζετο την ανησυχίαν της γυναικός του, διότι ήτο βέβαιος ότι η πενθερά του θα έφθασεν από την χώραν και επληροφόρησε την Αφέντραν περί της αναχωρήσεώς του εκ της πολίχνης, βλέπει έξαφνα την πενθεράν του και τον Παγώναν και παρουσιάζονται.

Είχεν ακούσει ότι, εις την άλλην νήσον, εις την πατρίδα του αρραβωνιστικού της, δεν το είχαν εις εντροπήν αι γυναίκες των καλλιτέρων οικογενειών να βοηθώσιν εις τοιαύτας εργασίας, κ' εφιλοτιμείτο να τας μιμηθή, διά να δείξη εις την πενθεράν και τας ανδραδέλφας της όταν έμελλε να πλεύση με τον Αγάλλον αντικρύ, στο Κάστρον ότι αυτή, ας ήτον και γαλαζοαίματη, επεθύμει να είνε χρήσιμος και εργατική, όπως εκείναι.

Ο Γιάννης φαίνεται ότι δεν εσκέφθη καν να ερωτήση διά την λεχώ, την γυναίκα του, και διά το τέκνον του, πώς είχον. Ησθάνετο μόνον επείγουσαν ανάγκην, κ' έκραζε την πενθεράν του να τον βοηθήση εις τας ποιμενικάς εργασίας της πρωίας, δηλαδή ίσως εις το ξεμάνδριασμα, και τα λοιπά. — Δεν μπορεί κανείς μοναχός του, το έρμο! . . — Πρέπει νάχη τέσσαρα χέρια! επρόσθεσεν ως αυτοδικαιολογούμενος.

Την στιγμήν εκείνην επέστρεψεν η γραία Παντελού, αφού είχε προπέμψει μέχρι της κλίμακος την γηραιάν φίλην της. — Κουράγιο, νυφούλα μου, κουράγιο, είπεν ιδούσα την έκτακτον ωχρότητά της, και μη μαντεύουσα τι είχε λεχθή. Η ασθενής κατέβαλεν υπεράνθρωπον αγώνα, και συνήλθε. Δεν εξέφερε κανέν παράπονον. Εβίασε εαυτήν να μειδιάση προς την πενθεράν και προς το θυγάτριόν της.

Ακόμη και η υπηρέτρια, η οποία φοβείται να είπη εμπρός εις τον κύριον διά κάποιον λογαριασμόν της μοδίστρας, είναι και αυτή παλαιά. Απέναντι όλων αυτών των παλαιών γυναικών η ζωγράφος είναι νέα γυναίκα. Ζη από την εργασίαν της και λατρεύει το ωραίον. Εις την πενθεράν της χαρίζει μίαν εικόνα του Παρθενώνος και μίαν προτομήν του Ερμού.

Είναι αληθές ότι Σίμων και Ανδρέας λέγονται ως ανήκοντες εις Βηθσαϊδά, αλλά δυνατόν ευκόλως να ενοικιάσουν μίαν οικίαν εις Καπερναούμ, ανήκουσαν εις την πενθεράν του Πέτρου· ή, αφού η Βηθσαϊδά είναι σχεδόν προάστειον ή μέρος της Καπερναούμ, δυνατόν πράγματι να μετώκησαν, χάριν της ευκολίας του διδασκάλου των, από του ενός τόπου εις τον άλλον.