United States or Turks and Caicos Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αμήν! ανεφώνησε πάλιν η γραία. Τέλος ο ιερεύς, με απαστράπτον το ασκητικόν του πρόσωπον, ωσεί αναβαλλόμένος το φως ως ιμάτιον, ασκεπής, με την ολόλευκον κεφαλήν του, και φορών πλέον μόνον το κάτασπρον ολοβρόχινον στιχάριον, Λευίτης της Νέας με τον ποδήρη χιτώνα της Παλαιάς, απονιφθείς τας χείρας εν τω νιπτήρι του Βήματος, ήλθε προς την γραίαν πάλιν και πριν αποσπογγισθή, ερράντισε τρις αυτήν κατά πρόσωπον, επιλέγων το τέλος του άσματος: — Όταν καθίση ο κριτής κρίναι την οικουμένην . . .

Τούτο ωμοίαζε πολύ με γραίαν μαυροφόραν καθημένην εις το σκότος, ήτις τον εκύτταζε μακρόθεν. Επειδή ησθάνετο φόβον, και ήθελε με κάθε τρόπον να διώξη τον φόβον από μέσα του, έλαβεν ένα δαυλόν, επήγε κατ' ευθείαν εις το πράγμα το μαύρον, και το εψηλάφησε κ' εβεβαιώθη ότι ήτο μαύρον κούτσουρον ρίζης πάλαι ποτέ υπάρξαντος δένδρου, το οποίον είχε καή, και ήτον ως καψάλα.

Διά τούτο περιωρίσθη εν τη οικία απωτέρας τινός συγγενούς του, της γραίας Αχτίτσας, προς ην μετέβη άμα ελθών εις την νήσον. — Θα με έχετε τώρα εδώ. Είπε προς την γραίαν ο κυρ-Δημάκης, χαιρετίζων αυτήν, και την νεαράν κόρην της, την ωραίαν Ματώ, στρογγύλην κ' ευτραφή μοναχοθυγατέρα, είκοσιν ετών, με μίαν ελήτσαν χαριτωμένην εις την αριστεράν παρειάν. — Μακάρι! Ηυχήθη η γραία μετά χαράς.

Οι πλείστοι χριστιανοί της εποχής εκείνης, αμφιρρέποντες εισέτι μεταξύ του Χριστού και των ειδώλων ωμοίαζον την εν Χίω ευλαβή εκείνην γραίαν, ήτις καθ' εκάστην ανήπτε κηρίον προ της εικόνος του Αγίου Γεωργίου και έτερον προ της του Διαβόλου, λέγουσα ότι καλόν είναι να έχη τις φίλους πανταχού.

Η Γιαννού τον ανεγνώρισεν αμέσως. Ήτον ο καλούμενος Γιάννης Λυρίγκος. Άμα είδε την γραίαν άρχισε να φωνάζει μακρόθεν· Καλά που σ' ηύρα! . . . Ο Θεός σ' έστειλε! — Τι να τρέχη; είπε μέσα της η Φραγκογιαννού. Κάτι θέλει να μου πη. Βέβηα, ο άνθρωπος δεν θα έχη ακούσει τίποτα για τα πάθια τα δικά μου. — Ξέρεις τίποτα, θεια Γαρουφαλιά; επανέλαβεν ο Λυρίγκος πλησιέστερον ερχόμενος.

Εις αυτό το αναμεταξύ ο Καλάφ ερώτησε την γραίαν περί των ηθών του τόπου, πόσον λαόν περιέχει, και άλλα· τέλος πάντων η ομιλία τους έπεσεν επάνω εις τον βασιλέα της Κίνας.

Και αφού επί ώραν τα εθαύμαζεν η φιλόπονος γραία τα έργα των χειρών της, εξηπλωμένη εις τας γυμνάς σανίδας του πατώματος έως ου ξεκουρασθή, εμοίραζεν είτα εις τους συγγενείς και φίλους της λίαν αφιλαργύρως. Αλλά καθ' οδόν δεν ήθελε να τα εγγίση τις. — Σωρό πάλι τα πλατοκούκκια η θειά-Ζωίτσα, παρετήρουν αι γειτόνισσαι, όταν την έβλεπον επιστρέφουσαν φορτωμένην την γραίαν.

Η Κυρά Λοξή ένευσεν αρνητικώς την κεφαλήν και έφερε την χείρα πρώτον εις τους οφθαλμούς της. τους οποίους έκλεισεν, έπειτα δε επί της καρδίας. Ο έπαρχος ενόησεν ότι κατέχει τον γέροντα η λύπη, αφότου απώλεσε την όρασιν. Ο σιωπηλός ούτος διάλογος συνεφιλίωσεν εντελώς τον έπαρχον και την γραίαν χωρικήν.

Νάρκισοι διά να ιδούν την σκιάν των εις το ύδωρ, με κίνδυνον να πέσουν μέσα, εξέβαλλον μεγάλας, ανάρθρους φωνάς, ως Ηχοί, θυγάτρια κρυπτόμενα όπισθεν της καρούτας, εις τα σκοτεινά στενώματα, όπου τα έθελγεν ο παιγνιώδης φόβοςκαι όλα ταύτα με μεγάλην παιδικήν αδιακρισίαν και φορτικότητα μη αφίνοντα την φίλεργον γραίαν και την κόρην της να κάμουν ήσυχαι την εργασίαν των.

Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα σου έλεος! Ο έπαρχος προσήλωσεν ερωτηματικώς τους οφθαλμούς εις την γραίαν θέσας τον δείκτην επί του μετώπου του και σαλεύσας έπειτα επανειλημμένως την ανοικτήν χείρα. Η χειρονομία εσήμαινεν ευκρινώς·Μη δεν είναι εις τα σωστά του;