Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !
Ενημερώθηκε: 28 Ιουλίου 2025
Ο τροχιόδρομος, διερχόμενος, παρέσυρεν υπό τους τροχούς των αμαξών, γραίαν, ήτις συνεκίνησεν όλην την πλατείαν με τας οιμωγάς της στενάζουσα ως σφαζομένη όρνις.
Διεσκέδαζε, του είπον, κυριακήν τινα μετ' άλλων συντρόφων· την διασκέδασιν παρηκολούθησαν έριδες, τας έριδας πυροβολισμοί, και μία σφαίρα τυχαία τον εύρεν εις το στήθος. — Και η μήτηρ του; ηρώτησεν ο ατυχής παις. — Κατάκοιτος πάντοτε. Δεν παρήλθε καιρός πολύς, και είδεν αίφνης ο Γεώργιος μίαν πρωίαν εμφανιζομένην ενώπιόν του την γραίαν θείαν του, αδελφήν του πατρός του, την κυρά Βαγγελήν.
Ακριβώς την επαύριον η γραία Φουλίτσα, ολοστρόγγυλος ως κορασίς, συναντήσασα την γραίαν Αχτίτσαν ξηράν ως κορμόν πλατάνου, εις του Βασίλη την βρύσιν, ανήγγειλε προς αυτήν, ότι τα δέκατα θα τα πάρη φέτος ο καπετάν-Παρμάκης.
Τότε εγώ τραβώντας το σπαθί έκοψα της τρισαθλίας το χέρι, εις το οποίον εφορούσεν ένα δακτυλίδι μαγικόν και ευθύς που της έπεσε το χέρι κατά γης, από ωραία που ήτον, εμεταβάλθη εις μίαν ασχημοτάτην γραίαν. Βασιλέα, μου λέγει, κόπτοντάς μου το χέρι εχάλασες την μαγείαν.
Ενθυμείτο τέλος — και αυτή ήτο η νεωτάτη του λύπη — την γραίαν θείαν του, ήτις από δέκα ήδη ημερών κατέκειτο ασθενής εν τω νοσοκομείω. Εσπέραν τινά βροχεράν του χειμώνος την έστειλεν η διευθύντρια να συνοδεύση μίαν των μαθητριών, και η ασθενής γραία επανήλθεν εις το σχολείον πυρέσσουσα. Τις είχεν όρεξιν και καιρόν και τόπον να την νοσηλεύση! Την έστειλαν εις το νοσοκομείον. Τι να την κάμουν;
Και η θειά-Ζωίτσα εστεφανωμένη και αυτή με την αγριαμπελιάν και εζωσμένη την οσφύν, ομοία προς γραίαν υπηρέτιδα του αρχαίου θεού, περιήρχετο την άμπελον, ης τα φύλλα έλαμπον εκ των ακτίνων του ηλίου.
Ωμοίαζε με γραίαν νωδήν, με τας κόγχας κενάς ομμάτων, με τα ώτα βομβούντα από ήχους φαιδρών φωνών παιδίων, χλευαζόντων σκληρώς την αδυναμίαν της.
Εψώνιζε λιτά τινα προσφαγία, τα οποία εκόμιζεν εις την γραίαν μετά πολλής φειδούς. Και όταν ποτε εβιάσθη αύτη να ζητήση παρ' αυτού νόμισμά τι προς αγοράν νωπών ιχθύων, ο κυρ-Δημάκης εξαγαγών γλοιώδη τινα και καταλαδωμένην σακκούλαν, μόλις και μετά βίας κατώρθωσε ν' ανακαλύψη εν αυτή μίαν οθωμανικήν εικοσάραν. Μορφασμός απελπιστικός εσχηματίσθη εις τα χείλη της γραίας Αχτίτσας.
Και ως να ήθελε να την παρηγορήση την γραίαν, να ησυχάση κ' εκείνη και αυτός, είπε: — Πήδε 'θ τον Πεδαία ο Δαδεμήτδος, να φέδη αδεύδια ταϊγανίθα. Ασπρισμένον, ξεσκονισμένον, συγυρισμένον τα μαγαζάκι του Λαλεμήτρου, μάτην ανέμενε τους σάκκους του αλεύρου και αυτόν τον αλευράν.
Αιωνίως λάμπουν νωπά και χλοερά, εν τη βασιλεία των ουρανών, σαν της μουρτιαίς 'ς της Μαμμούς το ρέμα· Και απήγγελλε μεγαλοπρεπώς το του ψαλμού: — «Υπομένων υπέμεινα τον Κύριον και προσέσχε μοι!» Εσιώπα μικρόν. Και βλέπων με το ιλαρόν βλέμμα του είτα την γραίαν, και υψών την φωνήν του, ως εάν ελάλει προς κωφόν, επανέλεγε: — Τ' ακούς, γρηά-Κυρατσού;
Λέξη Της Ημέρας
Άλλοι Ψάχνουν