United States or Iran ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατέναντι, εξαγαγών τα υποδήματά του, εκάθητο σταυροποδητί επί του ξυλίνου σοφάαλλά τούρκα — ο κυρ-Δημάκης, με το λειότατον, παχύ, ξυρισμένον, επίμηκες πρόσωπον, ήρεμον και πράον ως πρόσωπον ημέρου οικοσίτου αμνάδος, με δασείς οφρύς, αποκλειούσας τους οφθαλμούς του, φορών τον θεσσαλικόν καστανόχρουν γεωργούλην του.

Ένεκα του ονείρου τούτου φοβηθείς μήπως ο αδελφός του τον φονεύση και λάβη το βασίλειόν του, πέμπει εις την Περσίαν τον Πρηξάσπη, όστις ήτο εξ όλων των Περσών ο μάλλον πιστός εις αυτόν, με την διαταγήν να τον φονεύση. Φθάσας δε ο Πρηξάσπης εις τα Σούσα, εφόνευσε τον Σμέρδιν, ως μεν λέγουσι τινές εξαγαγών αυτόν εις κυνήγιον, ως λέγουσι δε άλλοι πνίξας αυτόν εις την Ερυθράν θάλασσαν.

Ενώ εσπέραν τινά εξαντλήσας τα μυρολόγιά του εκοιμάτο ο Φρουμέντιος επί της άμμου της παραλίας, καταβάς εξ ουρανών ο απόστολος εκείνος των Σαξόνων ήνοιξε διά μαχαίρας τα στήθη του κοιμωμένου, εισήγαγε τους Ιερούς δακτύλους του εις την οπήν και εξαγαγών την καρδίαν εβύθισεν αυτήν εις λάκκον πλήρη ύδατος, όπερ ηγίασε προηγουμένως.

Αλλ' ακούει τότε, παρεμπρός, τον καμαρώτον του, το Ζούμπουραν, όστις εξαγαγών την κεφαλήν του από το πλατύ περιλαίμιον του σκληρού αυτού καπότου εμονολόγει προ της ακατασχέτου χιονιάς: — Ούτε πανί στο πέλαγο, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά!

Τότε είς των ναυτικών, γνωρίζων από τέτοιαπόσαις φοραίς εις την Μαύρην θάλασσαν ξεπαγιάζουν οι ταλαίπωροιείχε παραλάβει μεθ' εαυτού φιαλίδιον ρωμίου και ήρχισε να προστρίβη τα μέλη του γέροντος, ξεκομβώσας τα χονδρά φορέματά του και εξαγαγών τα υποδήματά του. — Ο Θεός σ' εφώτισε παιδί μ'!

Ήδη ο ιερεύς απέθεσε, διπλωμένα, επί της κεφαλής της γρηά-Κυρατσούς την ζώνην την ολόχρυσον με τας μαλαμμοκαπνισμένας της αργυράς πόρπας, και τα χρυσοκέντητα επιμάνικα με τον Ευαγγελισμόν εν αρχαία βυζαντινή τέχνη, λύσας κ' εξαγαγών αυτά από τας χείρας του, εν εκάστω το άσμα της Θεοτόκου πάντοτε επιλέγων και προχωρών: — Τους ιερείς ευλόγησον τους σε ιερουργούντας . . .

Όσον δι' απόψε έχεις το δωδεκάωρον δικαίωμα και το νυκτερινόν άσυλον, το οποίον σοι χορηγεί ο νόμος, διά να κρυφθής ή να φύγης, αν προλάβης. Ο Πρωτόγυφτος κατελήφθη υπό αληθούς τρόμου ακούσας τας τελευταίας ταύτας λέξεις. Εγονυπέτησε δε αυτομάτως, και εξαγαγών βαλάντιόν τι εκ του κόλπου του, είπε·Τζάνουμ μη με φυλακώνης, αφέντη. Να και τα φλωριά οπού πήρα, τα παραδίδω εις την εξουσίαν.

Τότε λοιπόν και ούτος εξαγαγών το ιδικόν του σημειωματάριον, ρυπαρόν και λαδωμένον ωσαύτως, εσημείωσε τα ποσά, τα οποία τω παρουσίασεν ο υπηρέτης, έκαμε σύντομόν τινα λογαριασμόν, εσημείωσε και την άθροισιν, κ' εφάνη λίαν ευχαριστημένος. — Κιμίκρ; Ηρώτησεν ο υπηρέτης, ως να του έλεγε: — Καλά; — Καλά! είπεν ο κυρ Δημάκης. Και διά σημείου τω υπέδειξεν, ότι αύριον αναχωρεί.

Ο Ζούμπουρας, εννοήσας τον πλοίαρχον, ίστατο άφωνος, πέραν ολίγον, αναμένων τας διαταγάς του· κ' εξαγαγών την κεφαλήν του είπε μονολογών προς την τρικυμίαν πάλιν: — Ούτε πανίτο πέλαγος, ούτε γάιδαροςτα Ψαρά.

Εγώ, είπε, φίλε μου, ανήκω εις το προοδευτικόν τούτο κόμμα. — Είτα, εξαγαγών του θυλακίου του εν κλειδίον, ήνοιξε το όπισθεν της θύρας, εντός του τοίχου εκτισμένον ερμάριον, και εξακολουθών να ομιλή: — Η ταπεινή μου γνώμη είναι, είπεν, ότι οι συντηρητικοί είναι στάσιμοι, η δε στασιμότης δεν είναι πρόοδος.