United States or Malawi ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκεί να ο γέρος με σκοπό τα μάτια ναν τ' ανοίξει 305 ζυγώνει, κι' έτσι σε σοφό σοφά μιλούσε λόγια «Ναι εσένα, γιε μου Αντίλοχε, και νιο έτσι πούσαι, ο Δίας σ' αγάπησε κι' ο Ποσειδός, και σούμαθαν καθ' είδος αλογοσύνες· έτσι εσύ δε θες και τόση ορμήνια.

Και σ' άλλο μέρος μιλεί σοφά για «μιαν αβρά Schiavone ποικιλμένη ωσάν πρασιά λαλέδων με πλούσιους σκόρπιους χρωματισμούς», για «έν' ακτινοβόλο πορτραίτο, αξιοπαρατήρητο τη morbidezza του, του φειδωλού Moroni» και για μιαν άλλη εικόνα «χυλώδη στη σάρκα».

Ευθύς που αυτός εκάθησεν εις ένα σοφά μεγαλοπρεπή, εγώ επαρουσιάσθηκα έμπροσθέν του με ένα κανιστράκι από διάφορα άνθη· έβαλα το κανίστρι εις τους πόδας του, και με όλον το σέβας ετραβήχθηκα εις τα οπίσω.

Όλοι κηράδες κι ανυφαντίδες και χρυσοκεντιστάδες 'ςτά νιάτα τους, και τώρα απόμαχοι όλοι του ζανατιού τους. Εμαζόνονταν εκεί με τα δικανίκια και με τα τσιμπούκια τους κ' έστρωναν αδιάκοπες και μακριές κουβέντες, όλο για πράματα του περασμένου καιρού τους. Κ' εγώ, 'ςτή μέση τους, χόρταινα ιστορίες και σοφά λόγια.

Το φόρεμα εις μίαν άκραν του σοφά, τα φουσκώματα κατά γης, τον στηθόδεσμον εις γωνίαν της κλίνης, την γιρλάνδαν επί της προτομής του Κοραή, και σκορπισμένα εις όλα τα καθίσματα το ριπίδιον, την ανθοδέσμην, τα χειρόκτια και τα παράσημα του Cotillon.

Έρχεται ο Χάρος και του κάκου! Όλα, όλα τα ξαναβλέπω με μιας. Τα χαρούμενά μου τα νιάτα, τη ζωή μου από παιδί. Κάθουνταν ο παπούς απάνω στο σοφά και μ' έπαιρνε στη γούνα του μέσα και κρύφτουμουν και γελούσε ο παπούς! Αχ! όλα, όλα τα θυμούμαι. Πόσο μ' αγαπούσε! Κάτω, εκεί κάτω στον μπαξέ μας, τι πρασινάδα που είταν! Πήγαινα κ' έτρωγα ερίκια. Άγουρα τα διάλεγα και μου άρεζαν.

Πόσο τάραξε, σκεφθήτε, την καρδιά μου αυτός ο λόγος! Ε, λοιπόν και μ' όλ' αυτό, τον θυμό μου τον κρατώ, και του λέω: τότε ειπέ μας τα σοφά που έχουν γράψει και οι νέοι ποιηταί μας. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Δίκαια λοιπόν δεν ήταν, αφού τράβηξες βρισίδι στο σοφώτατο Ευριπίδη; ΣΤΡΕΨΙΑΔΗΣ Ποιον σοφώτατον; εκείνον; αχ! μωρέ τι να σου ειπώ... που θα ξαναφάω ξύλο. ΦΕΙΔΙΠΠΙΔΗΣ Μα και δίκηα σε χτυπώ.

Δεν αισθάνεσθε ότι απατάτε τον εαυτό σας, ότι καταστρέφεστε εκούσια; Γιατί λοιπόν, Βέρθερε, εμέ ίσια ίσια; εμένα που ανήκω σ' άλλον; ακριβώς εμένα; Φοβούμαι, φοβούμαι πολύ πως μόνο το αδύνατο του να με αποκτήσετε σας κάνει να με επιθυμήτε με τόση ορμή. — Έβγαλε ο Βέρθερος το χέρι του από το δικό της και την κύτταξε με ένα μάτι απλανές και δυσαρεστημένο. — Σοφά! πολύ σοφά! εφώναξε.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά. — Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε... Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα. Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος.

Σ' έναν ξένο, που για να μ' ευχαριστήσει, μου επαινούσε τους αρχαίους Έλληνες, αποκρίθηκα πως εμείς οι τωρινοί Έλληνες δε θεωρούμε δικά μας τα έργα που έκαναν εκείνοι, και μας αρέσει να πλάσουμε εμείς άλλα. Και μου είπε τότε αυτός, πολύ σοφά: ― Έ χ ε τ ε κ α ι ρ ό μ π ρ ο σ τ ά σ α ς!