United States or Nigeria ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε... χαίρε....» και πέρασε.

Νομίζω πως σου αποκρίθηκα ως τώρα σ' αυτό σου το ερώτημα· πρέπει όμως να λεχθή και το εξής· η Κριτική μας κάνει κοσμοπολίτες. Η Σχολή του Manchester προσπάθησε να κάμη τους ανθρώπους να νοιώσουν την αδελφοσύνη της ανθρωπότητος, δείχνοντάς τους τα εμπορικά ωφελήματα από την ειρήνη. Ζήτησε να χαμηλώση τον κόσμο ίσαμ' ένα κοινό παζάρι για τον αγοραστή και τον πωλητή.

Αχ, Κυρά της αποκρίθηκα εγώ, διατί εις το μέσον της αγαλλιάσεώς μας φαντάζεσαι πράγματα θλιβερά χωρίς αιτίαν; Ετούτα που εγώ στοχάζομαι απεκρίθηκεν αυτή, δεν είνε στοχασμοί εις τον αέρα, μα είνε θεμελιωμένοι, και βέβαιοι, και εγώ μόνη ηξεύρω εκείνο που θέλει με βασανίσει· η βασιλοπούλα Τζελίκα σε αγαπά κατά πολλά· η οποία γλήγορα θέλει, λύσει την σιωπήν της, και θέλει σου φανερώσει την ευτυχίαν σου, και οπόταν αυτή θέλει σε κηρύξει αγαπητικόν της, εσύ εξ αποφάσεως διά την ευτυχίαν σου θέλεις αφήσει εμένα μην ημπορώντας να κάμης αλλέως, διά την τιμήν που μέλλεις να λάβης από αυτήν και τούτη είνε η θλίψις που απαντυχαίνω.

Ένας σκλάβος έτρεξε να μου ανοίξη, ο οποίος βλέποντάς την θεωρίαν μου με το φως που είχεν, έκλεισε την πόρταν θυμωμένος· έπειτα από μέσα με ερώτησε ποίος ήμουν, και τι εγύρευα.. Αποκρίθηκα πως ήμουν ο οικοκύρης του σπητιού, και τον επρόσταξα διά να μου ανοίξη ογλήγορα την πόρταν. Εις την απόκρισίν μου, επήγε διά να δώση την είδησιν της γυναικός μου.

Μα για τα πράματα αυτά, που είταν ακόμα μέσα μου πολύ συγχυσμένα κι άμορφα, δε μιλούσα ποτέ μ' ευχαρίστηση και τώρα τα λόγια της γυναίκας μου ήρθανε τόσο ξαφνικά και μου φάνηκε σα να με ταπεινώνανε. — Πώς μπορούσε να μου κακοφανή, αποκρίθηκα μόνο. — Ω πόσο χαίρουμαι, αντήχησε πάλι η φωνή της. Το πρόσωπό της μόλις το ξεχώριζα.

Ω ωραία κυρά μου, της αποκρίθηκα, εγώ είμαι ένας ξένος και δεν γνωρίζω κανένα εις αυτήν την χώραν και το περισσότερον, φέροντάς σε εκεί φοβούμαι να μην πάθω· διατί αν με ερωτήσουν, τις είνε αυτή η γυναίκα που φέρεις φορτωμένος έτσι καταπληγωμένην, τι απόκρισιν ημπορώ να δώσω; Αποκρίσου πως εγώ είμαι αδελφή σου, είπεν εκείνη και μην έχης άλλην χρείαν.

Πονείς ποθές; — Όι, αποκρίθηκα, δεν πονώ ποθές. Ο φόβος μου όμως δεν κράτησε πολύ και το πείσμα μου ξανάρθε με την αυθάδειά μου. Κείπα στη μητέρα μου: — Μη μου λες να μην πάω να την αποχαιρετήξω. Αυτό που θες δεν είνε καλό κιάνε μου το ξαναπής, θαρχίξω να πιαίνω κάθα μέρα να τση κάνω συντροφιά. — Συντροφιά!.. Παναγία Παρθένα!

Οι ιεροκήρυκες κηρύττουν κατά πολλών άλλων ελαττωμάτων, είπα· αλλά δεν ήκουσα ποτέ έως τώρα να πολεμήσουν από του άμβωνος περί της δυσθυμίας . Τούτο πρέπει να κάμνουν οι ιερείς των πόλεων, είπεν· οι χωρικοί δεν ηξεύρουν τι είναι δυσθυμία· δεν θα έβλαπτεν όμως ενίοτε, θα ήτο τουλάχιστον έν μάθημα διά την γυναίκα του και διά τον κύριον έπαρχον. — Η συντροφιά εγέλασε και αυτός δε μαζί μας εγκαρδίως, έως ότου τον έπιασε βήχας, που διέκοψε την συζήτησίν μας δι' ολίγον· τότε ο νέος έλαβε πάλιν τον λόγον: — Εκαλέσατε την δυσθυμίαν ελάττωμα· μου φαίνεται ότι τούτο είναι υπερβολή. — Καθόλου, του αποκρίθηκα, εάν εκείνο, με το οποίον βλάπτει κανείς τον εαυτόν του και τον πλησίον του αξίζη αυτό το όνομα.

Ο Σαέδ έμεινεν ακίνητος εις ταύτα τα λόγια. Δίκαιε ουρανέ, εφώναξε, τι ακούω, η σκλάβα εκείνη, η ασχημοτάτη σκλάβα της βασιλοπούλας, θέλει να ζήσω δι' αυτήν; αχ καλύτερον το έχω να με θυσιάσουν ωσάν τους συντρόφους μου, παρά ότι εγώ να ανταποκριθώ εις την θέλησίν της. Ομολογείς το λοιπόν εσύ, του αποκρίθηκα ότι είσαι ευχαριστημένος να αποθάνης, παρά να ζήσης διά μίαν άσχημον σκλάβαν.

Σα βγήκε το Ταξίδι , τα σερτάρια μου ξέρουνε τι άκουσα και τι δεν άκουσα, γιατί φύλαξα τις φημερίδες εκείνης της εποχής μ' όλες τις νοστιμάδες που τυπώνανε κάθε μέρα. Είτανε λύσσα· ένας μάλιστα ήθελε και καλά να μου κόψουνε ταφτιά μου. Δεν αποκρίθηκα λέξη.