United States or Ghana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Οι κότες έκαναν βόλτες μέσα εις το δωμάτιον με καμάρι· η μια είχε χάσει την ουρά της· κάποιος ταξειδιώτης, που θα ήτο κυνηγός φαίνεται, την είχε σκοπεύσει και της έκοψε την ουρά· την είχεν εκλάβει ο άνθρωπος για αρπακτικό πουλί. — Ο Ρούντυ θέλει να περιοδεύση επάνω εις το βουνό, είπε η μια κόττα.

Οι βαρώνοι τον αγαπούσαν, και απ' όλους πειο πολύ, καθώς θα το ιδούμε παρακάτω, ο Αυλάρχης Ντινάς ντε Λιντάν. Αλλά τρυφερώτερα ακόμη από τους βαρώνους και τον Ντινάς ντε Λιντάν, τον αγαπούσε ο Βασιληάς. Μ' όλη του όμως την τρυφερότητα, ο Τριστάνος δε μπορούσε να παρηγορηθή που είχε χάσει τον πατέρα του το Ρόχαλτ και το δάσκαλό του Γκορνεβάλη, και την πατρίδα του, το Λοοννουά.

Όλην την ημέραν επλανώμην εις τα ρεύματα και τους αιγιαλούς, ανά την αγρίαν ακτήν, την βορεινήν και θαλασσοπλήγα, και μόνον το δειλινόν επανήλθον εις την έπαυλιν του Στόγιου διά να κοιμηθώ ολίγας ώρας. Όταν εξύπνησα, η σελήνη είχεν ανατείλει, αλλ' είχα χάσει τον ύπνον μου δι' όλην την νύκτα. Τα βήματά μου μ' έφεραν και πάλιν προς τον ναΐσκον της Αγίας Αναστασίας.

Αλλά μόνον να ξεκουρασθή τάχα; Εκείναις ταις ημέραις ο παπά-Κονόμος είχε χάσει την κόρην του, μίαν γλυκυτάτην μοναχοκόρην, την Κουκκίτσαν, οπού τόσον αγαπούσε και ελάτρευεν.

Θα ηδύνατο να εξομολογηθή και εις την Μπαμπέτταν το παν, να εξομολογηθή κάθε σκέψιν, η οποία ημπορούσε και να πραγματοποιηθή από αυτόν κατά την ώραν του πειρασμού; Είχε χάσει το δακτυλίδι του και ακριβώς δι' αυτής της απωλείας τον ανέκτησε αυτή. Θα ημπορούσε πάλι να του εξομολογηθή και αυτή; Του εφαίνετο ότι θα ξεσχισθή η καρδιά του, όταν την εσυλλογίζετο.

Μα τους ξανάπε ο Νέστορας, ο γερο-αλογολάτης 170 «Λαχνό όλοι τώρα ως στο στερνό τραβήξτε κι' όπιου πέσει· γιατί από δάφτον μοναχά θα δουν καλό οι δικοί μας, μήτε κι' αφτός τον κόπο του θα χάσει, μόνε ας έρθει πρώτα γερός με το καλό απ' τον αγώνα πίσωΕίπε, κι' από 'να αφτοί λαχνό σημάδεψαν, και μέσα 175 στο κράνος του πρωταρχηγού τούς ρήχνουν Αγαμέμνου.

Ο Έφις ξανάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε σιγά σιγά. «Ξέρεις ποιος είναι εκείνος;», είπε στο νεαρό τυφλό. «Είναι το αφεντικό μουΜόλις σταμάτησε η βροχή οι τρεις σύντροφοι πήραν πάλι τον ανήφορο, σιωπηλοί, σκυφτοί, σαν να έψαχναν στο μονοπάτι κάτι που είχαν χάσει.

Ω τρελλός που είμαι, εφώναξα, διατί να μην ερωτήσω τον Σουλτάνον, τον πατέρα μου, τίνος ήτον αυτή η εικόνα που ηύρα εις τον θησαυρόν του· αυτός βέβαια ήθελε μου το φανερώσει, και εγώ δεν ήθελα λάβει τόσα κίνδυνα διά αυτήν την υπόθεσιν και δεν ήθελα χάσει και τον αγαπημένον μου Σαέδ.

Αποκρίθηκα: «Όχι, γιατί πρέπει να πάω στο Φανάρι σήμερα, και αύριο θα δω τα κάστρα και τους τοίχους, και μεθαύριο θα φύγω». Τότε γύρισε να φύγει· έπεφτε πολύ φως επάνω της, και ήταν λιγνή και κατάχλωμη, το δέρμα της είχε χάσει τη δροσεράδα του, και είπε · «Τότε... χαίρε....» και πέρασε.

Εκείνος πάλι, που την είχε χάσει, επέμενε να τα ζητάη όλα, λέγοντας: — Δεν δικαιούσαι να μου βαστάξης τα μισά, διότι δεν είμεστε απ' άλλο καρβάνι συ κι' απ' άλλο εγώ, αλλ' είμεστε από το ίδιο καρβάνι· κι' είμεστε σύντροφοι, κι' ως σύντροφοι είμεστε αδέρφια και υποχρεούμεστε ο ένας να βοηθάη τον άλλο, κι' όχι να κερδίζουμε ο ένας από τον άλλο.