United States or Gibraltar ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έπειτα με πλησίασε και με φίλησε και παρατήρησα πως τα μάτια της είταν υγρά, εκεί που αιστανόμουνα όλο το σώμα της γυρμένο στο δικό μου με μια μοναδική μεγάλη τρυφερότητα. — Τότε ας γεράση κι ας γίνη συνηθισμένο, είπε. Το λαχταρώ να γίνη. Δεν είπαμε ούτε λέξη πια. Είδα όμως πως όλη την ημέρα είτανε γεμάτη ήσυχη, σιωπηλή χαρά.

Κ' ενώ αυτή η γυναίκεια τρυφερότητα με χάδευε σαν πνοή ευτυχίας ανέκφραστης, αιστανόμουνα ταυτόχρονα μια κεντιά μέσα μου: γιατί με ρώτησε γι' αυτό το πράμα; Πέρασε στο στοχασμό μου όλη η νιότη μας κι όλα χρόνια της αγάπης μας.

Ήρθα εδώ γιατί δεν ήξερα πού να πάω…. Εκεί υπάρχει πολύς κόσμος… Εκεί πρέπει να είναι κανείς κακός για να κάνει την τύχη του. Δεν μπορείς να καταλάβεις! Υπάρχουν πολλοί πλούσιοι….. Υπάρχει όμως και πολύς κόσμος…..» Κουνούσε τα δάχτυλα και είχε το χέρι απλωμένο, σαν να έδειχνε το πλήθος και ο Έφις κοίταζε το πόδι του και ψιθύριζε με τρυφερότητα και λύπηση: «Ψυχή μου

Ετούτη η εξομολόγησις που του έκαμα τον υποχρέωσε κατά πολλά, και έπιασε το χέρι μου και το εφίλησε με τρυφερότητα, και μου έκαμεν όρκον πως πολλά εγκαρδιακά με αγαπά· και με εστεφανώθη την ιδίαν ημέραν, και έγιναν μεγάλες χαρές εις όλην την χώραν διά μίαν εβδομάδα ολόκληρον, και πριν να τελειώσουν οι χαρές έστειλε ταχυδρόμους, καθώς μου έταξε, προς τον Μωβαβάκ.

Έτσι, ο Τριστάνος κι' ο Καερδέν άρχισαν ν' αγαπιώνται με τρυφερότητα και με πίστη κι' ωρκίστηκαν φιλία μέχρι θανάτου. Ποτέ δεν απίστησαν σ' τον όρκο τους, καθώς θα το μάθετε απ' αυτή την ιστορία. Λοιπόν, καθώς γύριζαν απ' αυτές της επιδρομές, συζητώντας για ευγένεια και ιπποτισμό, συχνά ο Καερδέν παινούσε στον αγαπητό του σύντροφο την Ιζόλδη με τα λευκά χέρια, την απλή, την ωραία.

Εις ταύτα τα λόγια, που ο βασιλεύς Αϊδήν έλεγεν, η Χαλιμά επρόσπεσεν εις τους πόδας του, και φιλώντας τους, με τρυφερότητα, έδειχνε την ζωντανήν χαράν, και την ηδονήν, που ησθάνετο και εδοκίμαζεν εις τον θρίαμβόν της, που απόφυγε τον θάνατον και εκηρύχθη βασίλισσα καθώς επιθυμούσεν.

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.

Στα μαύρα της μάτια έβλεπα μιαν αγίαν καλωσύνη, κάτι από το βλέμμα της Παναγίας· κι η γλυκειά της φωνή, όταν ακόμη έλεγε ασήμαντα κι αδιάφορα, ήτο μουσική πούφτανε στα βάθη της ψυχής μου κεγέμιζε τρυφερότητα την καρδιά μου. Όσες φορές την έβλεπα, μούδιδε τη χαρά και την ευτυχία κ η φωνή και το χαμόγελό της ήσαν τα φάρμακα για κάθε μου λύπη.

Για κύττα τον έναν, κύττα και τον άλλον ! Τι διαφορά ! Κ' η καρδιά της χτυπούσε πιο γλήγορα ίσαμ' απάνω στο λαιμό από μιαν αλάλητη τρυφερότητα και παράδοση όλης της υπάρξεώς της στο γλυκόν της το Νίκο και σαν από μιαν ελπίδα, που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα. . . Δεν της είχε πη ο γιατρός πως την είχε σαβανώσει για πάντα εκείνην την ελπίδα που δεν υπάρχει πιο γλυκειά για τη γυναίκα: να γίνη μητέρα.

Λυώνει η καρδιά του από την τρυφερότητα, κι' απαντά γλυκά, με αγάπη: «Μην κλαις άλλο, ωραίε σύντροφε, θα κάνω το θέλημά σου. Φίλε, για την αγάπη σου θα πήγαινα βέβαια να σκοτωθώ. Καμμιά συφορά, καμμιά αγωνία δε θα μ' εμποδίση να κάνω ό,τι μπορώ. Πέστε ό,τι θέλετε να μηνύσω στη Βασίλισσα, κι' ετοιμάζομαι!» Ο Τριστάνος απάντησε: «Φίλε, ευχαριστώ. Λοιπόν, άκουσε την παράκλησί μου.