Vietnam or Thailand ? Vote for the TOP Country of the Week !

Ενημερώθηκε: 21 Μαΐου 2025


Ευθύς επερικύκλωσαν αυτόν, κατ' αρχάς μακράν είτα, λαμβάνοντα θάρρος εκ της ανεκτικότητος του εργάτου, πλησιέστερον και ήρχισαν να υβρίζουν, να πτύουν και να ρίπτουν τον βόρβορον του δρόμου κατ' επάνω του. Ένα τούτων, τολμηρότερον των άλλων, επλησίασε σιγά σιγά εκ των όπισθεν και είλκυσεν αυτόν τόσον βιαίως εκ του καπότου ώστε έπεσεν η κανδήλα από τας χείρας του.

Ήτο αρχαία εικών και μεγάλη η Παναγία η Λημνιά με το μεγάλο πρόσωπο και τα μεγάλα μάτια, την οποίαν είχον φέρει εις την νήσον ως εφέστιον αυτών λατρείαν εκ της μεγάλης Λήμνου αποικήσαντες ποτέ λήμνιοι εις την μικράν νήσον. Τρία μεγάλα πιθάρια είχαν χωμένα οι επίτροποι ως τον λαιμόν εις το υπόγειον διά το προσφερόμενον λάδι της Παναγίας της Λημνιάς, της οποίας η κανδήλα ήτον ακοίμητος.

Εκάθισεν η μικρά κόρη· από υψηλά η κανδήλα εμπρός από το εικόνισμα έφεγγεν εις όλον το δωματίων, αλλ' ο εργαλειός τώρα ήτον δυσκολοκίνητος· κάτι τον εμπόδιζε, δεν θα τον είχαν καλά στερεώσει! Εβγήκεν η Φρόσω και προσπαθούσε να εύρη τι έπταιεν, αλλά έπεσε κάτω ένα πράγμα και έλαμψεν εις το φως της κανδήλας! Κυττάζει, ήτον μία λίρα, ένα χρυσό εικοσάφραγκο!

Ηδύνατο να υποβάλλη τον εαυτόν του εις πολλάς στερήσεις, αλλά δεν ήθελε να λείψη το έλαιον από την κανδήλα της Παρθένου και το δεκάλεπτον κίτρινον κηρίον κατά τας εορτάς: Άγιου κερί μην τάξης και μικρού παιδιού κουλούρα. Οι άγιοι και τα μικρά παιδία δυσαρεστούνται πολύ όταν τους υστερήση τις του οφειλομένου σεβασμού και ο Δημήτρης δεν ήθελε ποτέ να δυσαρεστήση την Παναγίαν!. . .

Κάτω εις την πρώραν, εις την αίθουσαν των ναυτών, εκεί προ των εικονισμάτων του πληρώματος, οπού έκαιεν η ακοίμητος του πληρώματος της σκούνας κανδήλα, επάνω εις ένα τραπεζάκι εύμορφα ευτρεπισμένον, ένα πιάτο με κόλλυβα είχε τοποθετηθή με πολλήν στοργήν παρεσκευασμένον. Ήσαν κόλλυβα με χάριν και τρυφερότητα πολλήν στολισμένα.

Ούτε φλοξ έβρεμεν εις την εστίαν, ούτε βόμβος ηκούετο, και το ημίκαυστον φιτύλιον του λίχνου έφεγγε θλιβερώς. Η μικρά κανδήλα προ πολλού είχε σβύσει εις το εικονοστάσιον, και αι μορφαί των αγίων δεν εφαίνοντο πλέον. Αίφνης η λεχώνα εξύπνησε μετά τιναγμού, εν μέσω της άκρας ηρεμίας. — Τ' είναι, μάνα; είπε. Η μήτηρ της βλοσυρά, και ως εν φρεναπάτη την εκύτταξεν εις το φως του λυχναρίου.

Την νύκτα όταν φέγγη γλυκά εκεί, μέσα εις την σιωπηλήν ερημίαν του πελάγους, θαρρείς και είναι κανδήλα ιερά ενώπιον αναμμένη του Γέρω-Άθωνος. Ω απερίγραπτον όνειρον πρωινόν. Αίφνης από μέσα από το πέλαγος προς ανατολάς κάτω, ανάπτει φως ερυθρόν· πυροφάνιον τερατώδες, τρίτωνός τινος τον οποίον τον επήρεν η ημέρα εις το ψάρευμα.

Εκοιμάτοαυτό η μητέρα με τα δυο μικρότερά της παιδιά, ο καναπές, ούτε αυτός ημπορούσε να λείψη· εκοιμάτοαυτόν το μεγαλείτερο αγοράκι· και αντικρύτη γωνιά, όπου υψηλά έκαιεν εμπρός εις το εικόνισμα η κανδήλα, ήτο το κρεβατάκι της Φρόσως. — Ξεύρεις, μητέρα, τι θα κάμωμε; είπ' εκείνη. Θα στήσωμε τον εργαλειό κάτω απ' το εικόνισμα. — Και συ πού θα κοιμάσαι;

Τον θάλαμον εφώτιζε κατά το σύνηθες κυανή κανδήλα καίουσα προ του εικονοστασίου. Το γαλάζιον εκείνο φως, το μεταδίδον χροιάν ονείρου εις την πραγματικότητα, ήτο κ' εκείνο ιδική μου εφεύρεσις των καλών ημερών της Κέας. Ο κάματος και ο νυσταγμός της κατά την επιστροφήν ήτο τοσούτος, ώστε είχεν αφήση όλα της τα πράγματα άνω κάτω.

Ούτω στολισμένη, εντός του χρυσοποικίλτου αυτής κοιτώνος, του οποίου παν κόσμημα και πάσα υφάσματος πτυχή είχε διατεθή υπό εμπείρου τεχνίτου συμφώνως προς τον προορισμόν της, ενώ εκάπνιζεν η αλόη εντός χρυσού θυμιατηρίου, και έχυνε το σαπφείρινο, αυτής φως η κυανή κανδήλα, ωμοίαζεν η Χριστίνα είδωλον εντός ναού.

Λέξη Της Ημέρας

ταίριαζαν·

Άλλοι Ψάχνουν