United States or Guyana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εκ πρώτης όψεως εφάνη εις τον Βινίκιον ότι, όχι μόνον η πόλις κατεβιβρώσκετο από τας φλόγας, αλλ' ο κόσμος ολόκληρος, και ότι τίποτε δεν θα διέφευγεν από τον ωκεανόν εκείνον του πυρός και του καπνού. Είχεν ήδη εξημερώσει και ο ήλιος εφώτιζε τας κορυφάς των πλησίον λόφων. Ο Βινίκιος δεν ηδύνατο να συγκρατηθή επί του ίππου του, εκέντριζε και εκτύπα αυτόν διά να φθάση όσον το δυνατόν ενωρίτερον.

Επέρασε μία ώρα επάνω κάτω και είπαν εις τον Ρούντυ, ότι εγλύτωσαν, ότι ημπορεί να κοιμηθή, και αυτός κουρασμένος από την πορείαν απεκοιμήθη, όπως θα εκοιμάτο κατά στρατιωτικόν κέλευσμα. Το πρωί εξεκίνησαν πάλιν· ο ήλιος εφώτιζε κατά την ημέραν αυτήν διά τον Ρούντυ νέα βουνά, νέους Παγώνας, νέα χιονοπέδια.

Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον.

Όξω στα καλτερίμια βροντούσαν ακόμα κάπου κάπου η σταλαματιές κι' η κάναλες των κεραμιδιών και συχναπόκοβαν την ερημιά και την σιγαλιά τα πατήματα του παζάρμπαση και του καρακολιού. Είχαν σκολάσ' η νοικοκυρές τα πλυσίματα και τ' ασπρίσματα των σπιτιών τους κι' έλαμπαν τούτ' από την παστράδα και το νοικοκυριό. Εφώτιζε την ανατολική γωνιά της σπιτομάννας η αναμμένη καντήλα των εικονισμάτων.

Πάνω απ το λόγκο τόρα ψηλά, ήρεμο, αργοκίνητο, μαγεμένο το φεγγάρι, έπαιρνε το νυχτερινό του δρόμο στους ουράνιους απάνω θόλους. Έστελνε συμπαθητικές τις ασημένιες ματιές του να φώτιση τα ερωτικά ζεβγάρια. Επερίχυνε και το μικρό το χωριδάκι με πλούσιους, ολόφωτους καταράχτες· με ολάργυρες γάζες νεραϊδοΰφαντες το σκέπαζε. Εφώτιζε αρμονικά τη μικρή πλατεία.

Επειδή είχε προχωρήσει ήδη η ημέρα, και ο ήλιος εφώτιζε το τρίκλινον, η Ακτή προέτρεψε την Λίγειαν να αναπαυθή μετά την αϋπνίαν της νυκτός. Η Λίγεια δεν αντέτεινε, και αμφότεραι απήλθον εις τον κοιτώνα, κατακλιθείσαι πλησίον αλλήλων. Αλλ' η Ακτή, με όλην την κούρασιν δεν ηδυνήθη να αποκοιμηθή. Η Λίγεια εκοιμάτο τόσον ήσυχα, ως εάν ευρίσκετο εις την οικίαν, υπό την επίβλεψιν της Πομπωνίας.

Ο Νίκος ίστατο εις το πλευρόν μου, ο δε λύχνος τον οποίον εκράτουν τον εφώτιζε κατά πρόσωπον. Αφότου εφθάσαμεν, έμενεν εις την σκιάν πάντοτε. Τότε πρώτον έβλεπε τα χαρακτηριστικά του η Κυρία Σοφία. Η όψις της ηλλοιώθη άμα τον είδεν. Εφαίνετο ως εμβρόντητος. Η έκφρασίς της ήτο αληθής εικών τρόμου.

Επαναλάμβανεν ο κυρ-Δημάκης, ευαρεστών εις εαυτόν, εξαπλωθείς μεγαλόσωμος επί μικρού ξηρού σοφά, εγγύς εστίας αναδιδούσης θερμοτάτην φλόγα, ήτις εφώτιζε φαιδρώς μέγαν Εσταυρωμένον εκεί καί τινα βιβλία.

Τότε ο Παύλος εβοήθησε τον Χίλωνα να ανέλθη παρά την λεκάνην της κρήνης, και εβύθισε τρις την κεφαλήν του γέροντος εις το ύδωρ λέγων: «Βαπτίζεται ο δούλος του Θεού Χίλων, εις το όνομα του Πατρός, και του Υιού, και του Αγίου Πνεύματος! Αμήν!» Ο Χίλων ήγειρε την κεφαλήν και εξέτεινε τας χείρας. Η σελήνη εφώτιζε με το γλυκύ της φως την λευκήν κόμην του και το ακίνητον λευκόν πρόσωπόν του.

Εφώτιζε σκοτεινό τόρα, κοιμάμενο του Δήμαρχου το σπίτι. Έπεφταν σε φανταστικά, παράξενα σχήματα οι ίσκιοι του πλάτανου στη βρύση αποκάτω. Αντανακλούσαν μαλακές, χλωμές αντιφεγγίδες του καφενείου τα γιαλιά απόξω. Όλο το χωριδάκι, κουρασμένο φαίνεται, από την «έχταχτη και πρωτοφανή περίσταση, είπ' ο Βλογιάρης», έπεσε τόρα σε βαθύν ύπνο. Άχνα δε φύσαε. Φύλλο δε σειόταν.