United States or Mauritius ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ετρόμαξα στη φωνή και τρέχω πίσω από τους ναύτες χωρίς να καταλάβω την αιτία. Τραβούν εκείνοι στις θέσεις τους· τραβώ κ' εγώ. Πηδούν στους φλόκους· κοντά κ' εγώ. Σκαρφαλώνουν στις σταύρωσες, απάνω κ' εγώ. Σε πέντε λεφτά το μπάρκο έμεινε ξυλάρμενο. Και ο καπετάνιος ορθός εμπρός στην κάμαρή του δεν έπαυε να φωνάζη και να βρίζη και να βλαστημά. Τον κυτάζω· ανάθεμα κ' εκατάλαβα τι έλεγε.

Την ίδια στιγμή έρχεται ένα φύλλο δυνατό και ρίχνει κάτω και το πλωριό κατάρτι με όλες του τις σταύρωσες. Αμέσως αλάφρωσε το ξύλο. Έβγαλεν ένα δυνατό στέναγμα, σαν άλογο γονατισμένο από βαρύ φορτίο, αντρειεύτηκε κ' ετινάχτη με την πλώρη ολόρθη. Στο ξαφνικό ορθοπλώρισμα εκυλίσαμε όλοι στην πρύμη σαν ασκιά.

Από το αντίθετο πλευρό εκατέβαινε του φεγγαριού η λαμπάδα κ' έγλειφε με γλώσσες αργυρές το κατραμαλειμμένο σκαφίδι, έπεφτε μέσα στο κατάστρωμα, στις σκουριασμένες αλυσίδες και τους ξανθούς μουσαμάδες, στους μπαμπάδες και τους μούρσους, στις γούμενες και τις αλτσάνες και τους σκαρμούς, ανέβαινε στα κατάρτια τα βαρυφορτωμένα με σίδερα και σχοινιά, έπεφτε στα πανιά, επερνούσε στις σταύρωσες, άλλα εφώτιζε και άλλα ίσκιωνε, που ενόμιζες το πλεούμενο κρίνον γιγάντιο στη θάλασσα φυτρωμένον.

Κι αλήθεια έτσι γίνεται σήμερις στα έργα τα φιλολογικά που βγαίνουνε μέρα την ημέρα. Ένα από τα δυο· ή λέει ο λαός, δηλαδή κ' οι γραμματισμένοι μαζί του, ανεχτίμητος, σταύρωσες, ο τάπητας, του Σωτήρα, ανάτειλε, κατάχρησες, ο φύλακας, ο έλικας, συθέμελα, αγανάχτηση, ακροατές, χαραχτήρα, παράκλησες, πρόληψες, χερονομώ, συμφοράς, Μέδουσας , — ή δεν τα λένε.

Πρώτος και καλύτερος δεν ήμουνα μαθές στην κουβέρτα, στο τιμόνι, στις σταύρωσες, απάνω; Εγώ φοβήθηκα; Πέντε φορές δε χύμηξε το κύμα το ζωντανό να με συνεπάρη απ' την κουβέρτα και πάλαιψα σαν παλληκάρι; Τι σκούζετε το λοιπόν; Ποιος σας έβαλε και σκούζετε; Σταμάτησε λιγάκι βραχνιασμένος. Τα σκυλιά ουρλιάζανε απ' τις κουπαστές και του δείχνανε τα δόντια τους άγρια και κοροϊδευτικά.

Ο καπετάνιος βλαστημώντας τους Ρούσους και τον έμπορο και τα γλυκά, ετοιμάστηκε να παλαίψη παληκαρίσια. — Άλα, παιδιά· εφώναξε, κυτάζοντας περίγυρα σαν αγριόγατος· μάινα πανιά! ούτε φούσκα να μείνη στις σταύρωσες, ούτε σχοινί στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα στο κατάστρωμα!... Σε μισή ώρα ούτε φούσκα έμεινε στις σταύρωσες, ούτε σχοινί λυτό στα ξάρτια, ούτε χαραμάδα εύκαιρη στο κατάστρωμα.